spiroslyra Creative Commons License 2008.07.18 0 0 499

εκμελής, αντίθετος προς τους νόμους του μέλους μέλος, γενικά, μέλος, τμήμα. Στη μουσική, χορικό ή λυρικό τραγούδιˇ μελωδία γενικά. Στη φωνητική μουσική αποτελείται από τρία στοιχεία: τους φθόγγους, το ρυθμό και τα λόγια.ˇ εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμουςˇ κακόηχοςˇ μη μελωδικός. Ο εκμελής (μη μελωδικός) πρέπει να διακρίνεται από τον αμελώδητον αμελώδητος, ατραγούδητοςˇ επίσης, που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, ένα πολύ μικρό διάστημα που δεν μπορεί να τραγουδηθεί. Επίσης εκείνος που δεν τραγουδήθηκε, δεν υμνήθηκε με τραγούδι, με μελωδία., που σήμαινε εκείνον που δεν μπορεί να τραγουδηθεί, λ.χ. ένα πολύ μικρό διάστημα.
Ο Τίμαιος ο Λοκρός (101Β) λέει: "α δε άτακτος τε και άλογος [φωνή] εκμελής τε και ανάρμοστος" (η άρρυθμη και ακανόνιστη [φωνή] είναι αντιμελωδική και παράφωνη).
Εκμελώς, επίρρ., με τρόπο αντίθετο προς τους νόμους του μέλους ή που τους παραβιάζει.
Εκμελές, η ιδιότητα του να είναι έξω από τους νόμους του μέλουςˇ αταίριαστο μελωδικάˇ αντιμελωδικό.
Βλ. Αριστόξ. (Αρμον. ΙΙ, 36, 27 και 37, 2 Mb)
Κατά τον Πτολεμαίο (Αρμον. I, iv, 7) εκμελή ήταν τα διαστήματα της 7ης (μεγάλης και μικρής), της 6ης (μεγάλης και μικρής) και το τρίτονο με την αναστροφή του, τη "μικρή" (ελάσσονα) ή "μη καθαρή" 5η.
Πρβ. λ. εμμελής εμμελής, εκείνος που είναι σύμφωνος με τους νόμους του μέλουςˇ μελωδικός..