spiroslyra Creative Commons License 2008.07.18 0 0 484

λιχανοειδής, που ανήκει στην ιδιότητα ή την περιοχή της χορδής λιχανός λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης
2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό.
Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος.ˇ λιχανοειδής τόπος τόπος, μια θέση μέσα στην έκταση της φωνής. Ο καθορίζει τρεις "περιοχές της φωνήςˇ ψηλή, μεσαία και χαμηλή". Ο Ανώνυμος του Bellermann καθορίζει τέσσερις: υπατοειδή, μεσοειδή, νητοειδή και υπερβολαιοειδή.ˇ τόπος της λιχανού στη λύρα ή την κιθάραˇ ή τόπος της φωνής στη θέση της λιχανού. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 26, 18 Mb) λέει για τον λιχανοειδή τόπο: "διάκενον δ' ουδέν εστι του λιχανοειδούς τόπου" (στον τόπο [θέση] της λιχανού δεν υπάρχει κενός χώρος).
λιχανοειδής φθόγγος φθόγγος, ήχος, φωνή. Στη μουσική, ένας ήχος με καθορισμένο ύψος που παραγόταν από φωνή ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο.ˇ κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 43), "η ψηλότερη νότα του πυκνού". Βλ. τα λ. παρυπατοειδής παρυπάτη, η νότα και η χορδή που βρίσκεται μία δευτέρα πιο πάνω από την υπάτη (παρά την υπάτη). Υπήρχαν δύο παρυπάτες: η παρυπάτη υπατών (do) και η παρυπάτη μέσων (fa). και πυκνόν πυκνόν, στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο εναρμόνιο και στο χρωματικό γένος..