spiroslyra Creative Commons License 2008.07.14 0 0 446
άδω, ποιητ. αείδωˇ τραγουδώ. Χρησιμοποιούνταν επίσης με τη σημασία: διηγούμαι, αφηγούμαι (συνήθως με μουσική) Όμ. Ιλ. Α 1: "μήνιν άειδε, θεά". Σήμαινε επίσης υμνώ (ένα πρόσωπο, έναν ήρωα).
άδω προς (αυλόν αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. ή λύραν λύρα, έγχορδο, "κατεξοχήν" εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα. Κατά τον μύθο, επινοήθηκε από τον Ερμή. Αρχικά είχε τρεις ή τέσσερις χορδές, για μια μακρά περίοδο όμως είχε επτά, ενώ πολλοί μουσικοί προσέθεσαν κι άλλες. Πιστεύεται πως το δεξί χέρι έπαιζε με πλήκτρο, ενώ το αριστερό με τα δάχτυλα. Το κούρδισμα της λύρας (και της κιθάρας) είναι ενα θέμα που δεν έχει οριστικά ξεκαθαριστεί.) σήμαινε τραγουδώ με συνοδεία (αυλού ή λύρας)ˇ τραγουδώ σε συμφωνία με αυλό ή λύρα. Το αντίθετο του άδω ήταν το λέγω (μιλώ)ˇ πρβ. Αριστόξ. Αρμ. I, Mb 9, 24.
Το ρ. άδω χρησιμοποιούνταν κατ' επέκταση και στην περίπτωση των πουλιών κτλ. Από τα Αποσπάσματα Τιμαίου (Timaei Fragmenta, FHG I, 207, απόσπ. 64): "οι τέττιγες αδουσιν". Σ' ένα διαγωνισμό δύο κιθαρωδών κιθαρωδός, ένας μουσικός που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα., του Εύνομου του Λοκρού Εύνομος, Λοκρός κιθαρωδός άγνωστης εποχής. Το όνομά του έχει επιζήσει χάρη σ' ένα μύθο, σύμφωνα με τον οποίο, ενώ διαγωνιζόταν στους Δελφούς με τον Αρίστωνα, έναν κιθαρωδό από το Ρήγιο, μια από τις χορδές της κιθάρας του έσπασε και τότε ένας τζίτζικας πέταξε πάνω από το όργανό του και τραγούδησε τη νότα που έλειπε. και του Αρίστωνα από το Ρήγιο Αρίστων, κιθαρωδός από το Ρήγιο της Ιταλίας, άγνωστης εποχής., όταν ο πρώτος έπαιζε ένας τζίτζικας πέταξε πάνω στη λύρα του και τραγούδησε ("τέττιξ επί την λύραν επιπτάς ήδεν"). Ο Στράβων (VI, 260), αφηγούμενος την ιστορία αυτή, λέει πως "μια από τις χορδές (της κιθάρας του Εύνομου) έσπασε (την ώρα της εκτέλεσης) και τότε ένας τζίτζικας πέταξε πάνω στο όργανο και συμπλήρωσε τη νότα". (Πρβ. FHG Ι, 207, απόσπ. 65- Παυσ. VI, 6, 4, και Στράβων Κλήμ. Aλεξ. Προτρ. Ι, 2).

Βλ. τραγούδι, ύμνος