spiroslyra Creative Commons License 2008.07.14 0 0 436

σχήμα, φόρμα, μορφή. Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή. Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορούˇ στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες χειρονομία, 1. παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασηςˇ χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις.
2. είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της., οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση. Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματοςˇ ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. ή συστήματος σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του. Έτσι, το σχήμα ένος δωρικού τετράχορδου διαφέρει από το σχήμα ένος φρυγικού τετράχορδου. Στη ρυθμοποιία ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη υποδιαιρείται "στη λήψη, με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσιςˇ εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις μίξις, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό.), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς"., ήταν η μορφή, ένος μέτρου (ιαμβικό, αναπαιστικό κτλ.). Για διάφορα μελωδικά σχήματα, βλ. στο λ. πρόκρουσις-πρόληψις πρόκρουσις-πρόληψις, 1. πρόκρουσιςˇ η μετάβαση από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη, σε οργανική μελωδία. Μπορούσε να γίνει είτε άμεσα (με διάστημα δευτέρας) είτε έμμεσα (με πήδημα 3ης, 4ης ή 5ης).
2. πρόληψιςˇ το αντίστοιχο σε φωνητική μελωδία..

Πρβ. Ανών . (Bell. 2 και 4) και Μαν. Βρυέν. Αρμον. III.