σύριγξ, σύριγγα του Πάνα· φλογέρα του βοσκού. Ο ήχος παράγεται από φύσημα κατευθείαν μέσα στην οπή, που έχει ανοιχτεί στο επάνω άκρο, χωρίς την παρεμβολή γλωσσίδας γλωττίς, το γλωσσίδι του αυλού που κατασκευαζόταν από ειδικής και ξεχωριστής ποιότητας καλάμι.. Συρίζω (και συρίττω) σήμαινε παίζω τη σύριγγα· επίσης, παράγω έναν συρίζοντα ήχο. Το όνομα της σύριγγας εμφανίζεται στην Ιλιάδα και στον Ύμνο στον Ερμή 512- Ίλ. Κ 13: "αυλών συριγγών τ' ένοπήν" ([ο Αγαμέμνονας, κοιτάζοντας προς το στρατόπεδο των Τρώων, θαύμαζε τις πολλές φωτιές που έκαιαν μπροστά στο Ίλιο] και τον ήχο των αυλών και των συριγγών). Βλ. επίσης Σ 526. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως ο όρος σύριγγα (σύριγξ) χρησιμοποιούνταν συχνά για όλα τα πνευστά όργανα χωρίς γλωσσίδα, ενώ για εκείνα που είχαν γλωσσίδα (απλή ή διπλή) χρησιμοποιούνταν ο όρος αυλός αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί.. Υπήρχαν βασικά δύο είδη σύριγγας: η μονοκάλαμος και η πολυκάλαμος· Αγιοπ. (Vincent Notices 263): "Σύριγγος είδη δύο· το μεν εστι μονοκάλαμον, το δε πολυκάλαμον, ό φασιν εύρημα Πανός". Και στις δύο περιπτώσεις, η σύριγγα κατασκευαζόταν από καλάμι. Ο τόνος της μονοκάλαμης ήταν ελαφρός, γλυκός και λιγάκι συριστικός· η έκτασή της ήταν περιορισμένη στην υψηλή περιοχή, σε αντίθεση με τον αυλό, που συχνά επονομαζόταν βαρύφθογγος (βαρύτονος). Το όργανο ήταν κατακόρυφο (ίσιο) και είχε λίγες οπές. Η πολυκάλαμη ήταν η γνωστή σύριγξ του Πανός ή σύριγγες του Πανός. Τα καλάμια (σωλήνες) ήταν συνήθως επτά, με διαφορετικό μέγεθος· σχημάτιζαν, όμως, μια οριζόντια γραμμή στο επάνω άκρο, χωρίς οπές, και ήταν συνδεδεμένα με κερί. Πολυδ. (IV, 69): "στη σύριγγα ο ήχος παράγεται με φύσημα· είναι ένα σύνολο από καλάμια (σωλήνες) δεμένα με λινάρι και κερί... πολλά καλάμια με βαθμιαία σμικρυνόμενο μέγεθος". Ο Πολυδεύκης μιλεί και για μια πεντασύριγγα (VIII, 72), ενώ ο Αγιοπολίτης για δεκακάλαμη (σ. 260). Η σύριγγα του Πάνα ήταν όργανο ποιμενικό (ο Πάνας ήταν ποιμενικός θεός, προστάτης των δασών, των κοπαδιών και των βοσκών) και δε χρησιμοποιούνταν ποτέ για καλλιτεχνικούς σκοπούς· πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 526: "νομήες τερπόμενοι σύριγξι" (βοσκοί τερπόμενοι με τις σύριγγες). Στην περίπτωση ισομεγεθών καλαμιών, συνήθιζαν να γεμίζουν ένα τμήμα κάθε σωλήνα με κερί, μικραίνοντας έτσι βαθμιαία την αέρινη στήλη που παλλόταν. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ', 58, 2), η Κυβέλη εφεύρε την πολυκάλαμη σύριγγα: "πολυκάλαμον σύριγγα πρώτην [Κυβέλην] επινοήσαι". Ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 77), όμως, λέει πως είχε κελτική προέλευση: "η δε εκ καλάμων σύριγξ Κελτοίς προσήκει και τοις εν ωκεανώ νησιώταις" (η πολυκάλαμη σύριγγα αρμόζει στους Κέλτες και σε όσους κατοικούν στα νησιά του ωκεανού).
Σύμφωνα με το μύθο, ο Πάνας αγάπησε μια νύμφη από την Αρκαδία, την κόρη του ποταμού Λάδωνα Σύριγγα. Η νύμφη τρομαγμένη από την καταδίωξη του θεού ικέτευσε τον Δία να τη σώσει. Έτσι, τη στιγμή που ο Πάνας την έπιασε, εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά· τρελός από θυμό και απογοήτευση ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της νύμφης, και μετανιωμένος άρχισε να κλαίει και να φιλά τα κομμάτια της καλαμιάς. Ακούγοντας τους ήχους που έβγαιναν, καθώς φυσούσε κλαίοντας, οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας. Ο επικός ποιητής Ευφορίων (Αθήν. Δ', 184Α, 82), στο βιβλίο του Περί μελοποιϊών (ή μελοποιών) λέει πως ο Ερμής επινόησε τη μονοκάλαμη σύριγγα, ο Σειληνός την πολυκάλαμη και την κηρόδετη ο Μαρσύας Μαρσύας, μυθικός βοσκός και μουσικός, γιος του Ύαγνι. Σύμφωνα με κάποιον μύθο, ήταν ο εφευρέτης του αυλού. Ανταγωνίστηκε και έχασε σε μουσικό αγώνα με τον Απόλλωνα, ο οποίος τον έγδαρε.: "την μεν μονοκάλαμον σύριγγα Ερμήν ευρεΐν, την δε πολυκάλαμον Σειληνόν, Μαρσύαν δε την κηρόδετον". ’λλοι αποδίδουν την εφεύρεση της μονοκάλαμης σύριγγας στον Σεύθη και τον Ρωνάκη, από τη θρακική φυλή των Μαιδών. Γενικά, μπορεί να λεχθεί πως η πολυκάλαμη σύριγγα υπήρξε ο κυριότερος πρόδρομος της ύδραυλης ύδραυλις, όργανο με πλήκτρα στο οποίο ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα. Ήταν εφεύρεση του μηχανικού Κτησίβιου από την Αλεξάνδρεια (αλλά ίσως και του Αρχιμήδη) και ήταν ο πρόδρομος του εκκλησιαστικού οργάνου.. Η σύριγγα συνδεόταν, επίσης, με τη μαγεία· ο Πλούταρχος Πλούταρχος, (46/48 μ.Χ. περίπου - μετά το 120 μ.Χ.) φιλόσοφος, βιογράφος και ιστορικός. Τα έργα του διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες, τους Βίους Παραλλήλους και τα Ηθικά, στα οποία υπάρχουν συχνές αναφορές στη μουσική. Υπάρχουν όμως και δύο εκτεταμένες μελέτες του ειδικά για τη μουσική, η Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας, σχόλια στις μουσικές θεωρίες του Πλάτωνα στον Τίμαιο, και ο διάλογος Περί μουσικής, μια πραγματεία που περιέχει πολλές πληροφορίες σχετικές κυρίως με την ιστορία αλλά και τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. (Πότερα των ζώων φρονιμότερα... 961Ε, 3) αναφέρει: "κηλούνται μεν γαρ έλαφοι και ίπποι σύριγξι και αυλοίς" (τα ελάφια και τα άλογα μαγεύονται [γοητεύονται] με τις σύριγγες και τους αυλούς). Στο εδάφιο αυτό η λέξη κηλούμαι θα μπορούσε να έχει απλώς τη σημασία του θέλγομαι.
Σύριγξ λεγόταν και το επιστόμιο του αυλού με μονή γλωσσίδα (πρβ. Κ. Schlesinger The Greek Aulos 54). Κατά τη θεωρία του Α. Α. Howard (βλ. Macran Αριστόξενος 243), η σύριγξ ήταν μια οπή κοντά στο επιστόμιο του αυλού, που βοηθούσε, όπως και στο κλαρινέτο, στην παραγωγή των αρμονικών (βλ. Αριστόξ. Αρμ. Ι, 21, 1 Mb, και Πλούτ. Ότι ουδ' ηδέως ζην εστιν κατ' Επίκουρον 1096Α και Περί μουσ. 1138Α).
Η λέξη σύριγξ χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του σφυρίγματος (LSJ).
Για την έκφραση "κατασπάν" και "ανασπάν την σύριγγα" βλ. Macran Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. 243-244 και Κ. Schlesinger, 54 κε.· επίσης, Weil και Reinach Plut. De la Mus. 82-83, σημ. 196.
Βιβλιογραφία:
Th. Reinach, "Syrinx" DAGR VIII (1908), .σσ. 1596-1600. H. Abert, "Syrinx", Pauly RE 2η Σειρά, IV, στήλ. 1779. Κ. Sachs, "Pan-pipes" Hist. (1940), σσ. 142-143. M. Wegner, Das Musikleben der Griechen (1949), σσ. 58-60.
συριγμός, σύριγμα, σφύριγμα. Ο Gevaert (ΙΙ, 268) υποστηρίζει πως οι όροι συριγμός και σύρμα σήμαιναν κάτι παρόμοιο με τους αρμονικούς (της άρπας)· βλ. λ. διάληψις διάληψις, το άγγιγμα μιας χορδής της κιθάρας ή της λύρας ελαφρά στο μέσο του μήκους της, που έδινε την 8η (αρμονικός φθόγγος).. Ο Πτολεμαίος Πτολεμαίος, Κλαύδιος· (85 ή 108 μ.Χ. - περ. 163-168 μ.Χ.) μεγάλος γεωγράφος, αστρονόμος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής. Εκτός από τα πολυάριθμα και σημαντικά βιβλία του για την αστρονομία, τη γεωγραφία και τα μαθηματικά, έγραψε ένα σημαντικότατο επιστημονικό έργο για τη μουσική, τα Αρμονικά, σε τρία βιβλία (Αρμονικών βιβλία τρία). Το έργο αυτό αποτελεί μια πολύτιμη εκτίμηση, ερμηνεία και ανάπτυξη των πυθαγόρειων δογμάτων και αρχών για τη μουσική. χρησιμοποιεί τον όρο σύρμα, με παρόμοια ίσως, σημασία (Αρμ. ΙΙ, 12): "καταπλοκής σύρματος" κτλ. Ο Λύσανδρος Λύσανδρος, (6ος αι. π.Χ.;)· μουσικός και κιθαριστής από τη Σικυώνα. Ίσως ο πρώτος που καθιέρωσε την ψιλοκιθαριστική, χρησιμοποίησε την έναυλο κιθάριση, και έπαιζε στην κιθάρα πολύ χρωματικές συνθέσεις. ο Σικυώνιος, κατά τον Φιλόχορο, ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το συριγμό, ανάμεσα σε άλλες καινοτομίες· τον ονομάζει μάγαδιν (Αθήν. ΙΔ', 638Α, 42): "και μάγαδιν, τον καλούμενον συριγμόν". Ο Νικόμαχος Νικόμαχος, (2ος αι. μ.Χ.)· Πυθαγόρειος μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής· γεννήθηκε στην πόλη Γέρασα της Συρίας. Έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Αρμονικής Εγχειρίδιον (ή Αρμονικόν Εγχειρίδιον), στο οποίο εκθέτει και διασαφηνίζει, τις πυθαγόρειες αρχές πάνω στη μουσική. (Excerpta 6) χρησιμοποιεί τις λέξεις σιγμός (σύριγμα) και ποππυσμός πόππυσμα, σύριγμα που ακούγεται από αδέξιο φύσημα στον αυλό., για να αποδώσει τους διαπεραστικούς, δυσάρεστους και κακόφωνους ήχους. Η λέξη σύριγμα απαντά και με τη σημασία του διαπεραστικού ήχου ενός σωλήνα (Πολυδ. IV, 83: "μέλη αυλημάτων, κρούματα, συρίγματα"). Νόνν. (Διονυσιακά XL, 232): "ών από μυρομένων σκολιόν σύριγμα κομάων θρήνον" (από τους θρήνους και τα συρίγματα των μαλλιών τους).
συρίγγιον, υποκοριστικό του σύριγξ σύριγξ, σύριγγα του Πάνα· φλογέρα του βοσκού. Ο ήχος παράγεται από φύσημα κατευθείαν μέσα στην οπή, που έχει ανοιχτεί στο επάνω άκρο, χωρίς την παρεμβολή γλωσσίδας. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως ο όρος σύριγγα (σύριγξ) χρησιμοποιούνταν συχνά για όλα τα πνευστά όργανα χωρίς γλωσσίδα, ενώ για εκείνα που είχαν γλωσσίδα (απλή ή διπλή) χρησιμοποιούνταν ο όρος αυλός. Υπήρχαν βασικά δύο είδη σύριγγας: η μονοκάλαμος και η πολυκάλαμος.· μια μικρή σύριγγα, μικρός σωλήνας που χρησίμευε και ως τονοδότης.
σύριγγες, το πέμπτο μέρος του κιθαριστικού κιθαριστική, η τέχνη του κιθαριστή· ιδιαίτερα της εκτέλεσης σόλο κιθάρας. πυθικού νόμου, κατά τον Στράβωνα (Θ', 421).
Βλ. τα λ. πυθικός νόμος πυθικός νόμος, ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα: πείρα, κατακελευσμός, ιαμβικόμ σπονδείον, καταχόρευσις. Αποτέλεσε το πρότυπο για τον αντίστοιχο κιθαριστικό νόμο. και σύριγξ σύριγξ, σύριγγα του Πάνα· φλογέρα του βοσκού. Ο ήχος παράγεται από φύσημα κατευθείαν μέσα στην οπή, που έχει ανοιχτεί στο επάνω άκρο, χωρίς την παρεμβολή γλωσσίδας. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως ο όρος σύριγγα (σύριγξ) χρησιμοποιούνταν συχνά για όλα τα πνευστά όργανα χωρίς γλωσσίδα, ενώ για εκείνα που είχαν γλωσσίδα (απλή ή διπλή) χρησιμοποιούνταν ο όρος αυλός. Υπήρχαν βασικά δύο είδη σύριγγας: η μονοκάλαμος και η πολυκάλαμος..
παρθένιος, (επίθ.)· παρθένιος αυλός· ο ψηλότερος σε έκταση αυλός αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί.. Στην τάξη (κατηγορία) των παρθενίων αυλών ανήκαν ο γίγγρας γίγγρας, 1. το όνομα του ’δωνη στη φοινικική γλώσσα. 2. Μικρός αυλός (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό τόνο και χαρακτήρα θρηνώδη και πένθιμο· πήρε το ονομά του από τον ’δωνη. 3. το όνομα ενός αυλήματος (σόλο αυλού) για τον αυλό γίγγρα. 4. είδος χορού συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. 5. επιφώνημα σε συμπόσια, γλέντια, ο φώτιγξ φώτιγξ, πλαγίαυλος, κατασκευασμένος από ξύλο λωτού, αιγυπτιακής προέλευσης. και ο αιάζων αυλός. Ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 81) λέει ότι "παρθένες συνήθιζαν να χορεύουν με συνοδεία παρθενίων αυλών".
τρόπος, υπήρξε κάποια σύγχυση στη χρήση του όρου αυτού σε μερικά αρχαία κείμενα· συχνά εμφανίζεται ως συνώνυμο του όρου τόνος τόνος, όρος με διάφορες, και κάποτε όχι ολότελα ξεκαθαρισμένες, σημασίες στην αρχαία ελληνική μουσική.
1. τάση (τάσις· ύψος). 2. διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η, η μεγάλη 2η. 3. κλίμακα τοποθετημένη σ' ένα ορισμένο ύψος. 4. Ο Κλεονείδης δίνει μια τέταρτη σημασία· τη σημασία του φθόγγου (ήχου, τόνου), π.χ. επτάτονος φόρμιγξ. 5. Ο όρος τόνος συχνά χρησιμοποιείται και για την αρμονία.. Ο Αριστείδης Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. (Περί μουσ. 136 Mb) λέει: "τρόπους, ους και τόνους εκαλέσαμεν". Ο Αλύπιος (Εισ. 3) γράφει κατά παρόμοιο τρόπο: "εις τους λεγόμενους τρόπους τε και τόνους, όντας πεντεκαίδεκα τον αριθμόν" (στους λεγόμενους τρόπους και τόνους, που είναι δεκαπέντε τον αριθμό)· βλ. στο λ. τόνος τους δεκαπέντε τόνους. Στον Πλούταρχο Πλούταρχος, (46/48 μ.Χ. περίπου - μετά το 120 μ.Χ.) φιλόσοφος, βιογράφος και ιστορικός. Τα έργα του διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες, τους Βίους Παραλλήλους και τα Ηθικά, στα οποία υπάρχουν συχνές αναφορές στη μουσική. Υπάρχουν όμως και δύο εκτεταμένες μελέτες του ειδικά για τη μουσική, η Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας, σχόλια στις μουσικές θεωρίες του Πλάτωνα στον Τίμαιο, και ο διάλογος Περί μουσικής, μια πραγματεία που περιέχει πολλές πληροφορίες σχετικές κυρίως με την ιστορία αλλά και τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. οι όροι τόνος, τρόπος και αρμονία αρμονία, γενική σημασία της λέξης: σύνδεση, συναφή. 1. Σύμφωνα με τους παλιούς θεωρητικούς σήμαινε την ογδόη και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στην ογδόη ή μέσα σ' ένα σύστημα με τα μέρη του συνδεμένα έτσι που να σχηματίζουν ένα τέλειο σύνολο. Συνήθως αναφέρονται επτά αρμονίες. Μετά την εποχή του Αριστόξενου, ο όρος δια πασών αντικατέστησε τον όρο αρμονία σε πολλά κείμενα 2. Στην εποχή του Αριστόξενου και κατόπιν ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά με τη σημασία "εναρμόνιο γένος", μαζί με τον όρο εναρμόνιος παρουσιάζονται συχνά ως συνώνυμοι. Ει πρεσβυτέρω πολιτευτέον (793Α, 18): "πολλών τόνων και τρόπων υποκειμένων φωνής, ους αρμονίας οι μουσικοί καλούσι" (αφού υπάρχουν πολλοί τόνοι και τρόποι της φωνής, που οι μουσικοί ονομάζουν αρμονίες). Επίσης, Περί του Ε του εν Δελφοίς (389Ε, 10): "και πέντε τους πρώτους είτε τόνους ή τρόπους είθ' αρμονίας χρή καλείν" (και οι πρώτοι πέντε τόνοι ή τρόποι ή αρμονίες, όπως και αν πρέπει να τους ονομάζει κανείς). Ο Πορφύριος Πορφύριος, (232/233 Τύρος-304/305 μ.Χ. Ρώμη;)· το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος (στα αραβικά Malik=βασιλιάς). Τη συμβολή του στη μελέτη της μουσικής αποτελούν τα Σχόλιά του στα Αρμονικά του Πτολεμαίου. (Comment. Wallis 258, I.D. 82, 5-6), εξετάζοντας τις διάφορες σημασίες του όρου τόνος, λέει ότι "τόνος είναι επίσης ο τόπος [η έκταση] που, κατά τον Αριστόξενο, μπορεί να δεχτεί ένα τέλειο σύστημα, όπως είναι ο δώριος και ο φρύγιος και οι παραπλήσιοι τρόποι". Πολύ συχνά ο όρος τρόπος απαντά με τη σημασία του στιλ (τεχνοτροπίας στη σύνθεση)· Αριστόξ. (Αρμον. II, 40, 21 Mb): "ούτε τους των μελοποιϊών τρόπους" (ούτε τα στιλ [τεχνοτροπίες] της μελωδικής σύνθεσης). Ο Αριστείδης (ό.π. 30 Mb, 30 R.P.W.-I.), επίσης, λέει: "τρόποι μελοποιΐας", δηλ. στιλ [τεχνοτροπίες] μελωδικής σύνθεσης.
Βλ. λ. γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος..
ανάρμοστος, μη αρμοσμένος (ηρμοσμένος ηρμοσμένος, κανονισμένος (τακτοποιημένος, ρυθμισμένος) σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής.), μη κανονισμένος σύμφωνα με τους νόμους της αρμονίας (της μουσικής), διάφωνος· σχεδόν το ίδιο με το εκμελής εκμελής, αντίθετος προς τους νόμους του μέλους· εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμους· κακόηχος· μη μελωδικός.. Αντίθ. ευάρμοστος ευάρμοστος, καλά τονισμένος, καλά κουρδισμένος, καλά αρμοσμένος. και ηρμοσμένος. "Εκμελής τε και ανάρμοστος (φωνή)" = (φωνή) μη μελωδική και διάφωνη· βλ. όλη τη φράση στο λ. εκμελής εκμελής, αντίθετος προς τους νόμους του μέλους· εκείνος που παραβιάζει αυτούς τους νόμους· κακόηχος· μη μελωδικός.. Βλ. επίσης Αριστόξ. Αρμ. Ι, 18, 24, ΙΙ, 52, 25 Mb· Αριστοτ. Προβλ. XIX, 20 και 36.
λέξις, λόγος, λέξη. Στη μουσική, συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς το κρούσις κρούσις, Η κρούση ενός εγχόρδου οργάνου· συνεκδοχικά μουσική για έγχορδα. (οργανική, έγχορδη μουσική) ή προς το ωδή ωδή, μελοποιημένο ποίημα, τραγούδι. Φαίνεται πως σε παλιές εποχές γράφονταν ποιήματα για να ταιριάσουν σε μελωδίες που προϋπήρχαν. Ειδικά, το μικρά λυρικά αποσπάσματα με μουσική (λυρική ποίηση) του Αλκαίου, της Σαπφούς και του Ανακρέοντα, αλλά και πιο εκτεταμένες συνθέσεις όπως τα επινίκια του Πινδάρου. Η φόρμα τους ήταν τριμερής (στροφή, αντιστροφή, επωδός). (τραγούδι). Ανώνυμος (Bell. 78, 68): "Διπλούς ο χαρακτήρ των φθόγγων είληπται, επειδή και διπλήν έχει την χρήσιν· επί λέξεως γαρ και κρούσεως" (Η γραφή των φθόγγων είναι διπλή στο χαρακτήρα, γιατί εξυπηρετεί διπλό σκοπό: [να δηλώνει] το κείμενο [τις λέξεις] και το οργανικό μέρος). Πλάτων (Νόμοι, 816D): "κατά λέξιν τε και ωδήν και κατά όρχησιν" (σύμφωνα με τη λέξη [τις λέξεις], το τραγούδι και την όρχηση).
προσωδία, (α) ένα τραγούδι με συνοδεία οργάνου. Πολυδ. (IV, 64): "και γαρ Πλάτων... τας προς κιθάραν ωδάς προσωδίας αρέσκει καλείν" (και ο Πλάτων... προτιμά [αρέσκεται] να ονομάζει προσωδίες τις ωδές με συνοδεία κιθάρας). Ησ. : "προσωδία μετ' οργάνου ωδή". Πρβ. Ε.Μ. 690. (β) Προσωδία (συχνά στον πληθ., προσωδίαι)· ο ιδιαίτερος τονισμός των λέξεων κατά την ομιλία· η παραλλαγή σε ύψος της φωνής που μιλεί (LSJ). Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 18, 14 Mb): "λέγεται γαρ και λογώδές τι μέλος, το συγκείμενον εκ των προσωδιών των εν τοις ονόμασιν" (γιατί υπάρχει και ένα είδος μελωδίας στην ομιλία, που εξαρτάται από τους τονισμούς των λέξεων). Βλ. λ. λογώδες μέλος λογώδες μέλος, μελωδία που μιλιέται, της ομιλίας..
υπερβατόν, διαβατό με πήδημα, δηλ. με διάστημα μη συνεχές, μεγαλύτερο της 2ας· αντίθ. του εξής εξής, συνεχώς. 1. Εξής φθόγγοι, νότες που ακολουθούν η μια την άλλη στο υψος. 2. εξής τετράχορδα· συνεχή τετράχορδα, τετράχορδα που ακολουθούν το ένα το άλλο, ανεξάρτητα αν είναι συνημμένα ή διεζευγμένα. 3. εξής διαστήματα· διαστήματα που ακολουθούν το ένα το άλλο στο ύψος· εκείνα που τα άκρα τους είναι εξής, δηλ. συνεχή· π.χ. do - mi, fa - la.. υπερβατόν διάστημα· οποιοδήποτε διάστημα μεγαλύτερο της δευτέρας (στο διατονικό διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" γένος)· διάστημα διαβατό με πήδημα. Το ρ. υπερβαίνω στη μουσική σήμαινε πηδώ, διαβαίνω, περνώ (ή τραγουδώ) με πηδήματα, περνώ πάνω από μια απόσταση δύο φθόγγων με πήδημα, δηλ. διάστημα μεγαλύτερο της δευτέρας (στο διατονικό γένος). υπερβατόν σύστημα ήταν το σύστημα σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. στο οποίο η πορεία της μελωδίας γινόταν με πηδήματα, αντί με συνεχείς βαθμίδες. Αριστόξ. (Αρμ. Ι, 17, 30 Mb): "παν γαρ σύστημα ήτοι. συνεχές ή υπερβατόν εστι" (γιατί κάθε σύστημα είναι ή συνεχές ή υπερβατό).
Πρβ. Κλεον. Εισαγ. 10 και Αριστείδης Περί μουσ. 16 Mb.
μικτός, (α) μικτόν σύστημα· το σύστημα σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. στο οποίο και τα δύο τετράχορδα τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο., συνημμένων και διεζευγμένων, συνδυάζονται. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Ι, 17, 26 Mb): "παν γαρ σύστημα, από τινος μεγέθους αρξάμενον, ή συνημμένον ή διεζευγμένον ή μικτόν, εξ αμφοτέρων γίγνεται" (κάθε σύστημα οποιασδήποτε έκτασης γίνεται ή συνημμένον ή διεζευγμένον ή συνδυάζει και τα δύο).
(β) μικτόν μέλος· το μέλος μέλος, γενικά, μέλος, τμήμα. Στη μουσική, χορικό ή λυρικό τραγούδι· μελωδία γενικά. Στη φωνητική μουσική αποτελείται από τρία στοιχεία: τους φθόγγους, το ρυθμό και τα λόγια. στο οποίο δύο ή τρία γένη αναμιγνύονταν. Ονομαζόταν και "κοινόν" σε αύτα τα γένη. Σχετικά, ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. ΙΙ, 44, 26 Mb): "πάν μέλος έσται, ήτοι διάτονον, ή χρωματικόν, ή εναρμόνιον, ή μικτόν εκ τούτων ή κοινόν τούτων"· (κάθε μελωδία [μέλος] πρέπει να είναι ή διατονική, ή χρωματική, ή εναρμόνια, ή μεικτή από αυτά ή κοινή σε αυτά [τα γένη]).
διάζευξις, όρος που καθόριζε το χώρισμα δύο τετραχόρδων τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο., δηλ. όταν ένας ολόκληρος τόνος χώριζε το τέλος ενός τετραχόρδου από την αρχή του επόμενου: mi-re-do-si - la-sol-fa-mi ή mi-fa-sol-la - si-do-re-mi
Οι διαζεύξεις ήταν δύο: (α) ανάμεσα στο τετράχορδο μέσων και το τετράχορδο διεζευγμένων, δηλ. ανάμεσα στη μέση μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος ή η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου στο οχτάχορδο σύστημα (στις μεταγραφές: la) και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας. και την παραμέση παραμέση, η νότα και η χορδή "παρά" τη μέση (la), μία μεγάλη δευτέρα πιο πάνω (si) (στο σύστημα Τέλειον Μείζον) (la- si):
(β) ανάμεσα στο τετράχορδο συνημμένων και το τετράχορδο υπερβολαίων, δηλ. ανάμεσα στη νήτη νήτη, 1. η χορδή που βρισκόταν πιo κοντά στον εκτελεστή (νήτη = κατώτατη). 2. η ψηλότερη νότα ή χορδή. Στην επτάχορδη κλίμακα η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· συνημμένων (re) και τη νήτη νήτη, 1. η χορδή που βρισκόταν πιo κοντά στον εκτελεστή (νήτη = κατώτατη). 2. η ψηλότερη νότα ή χορδή. Στην επτάχορδη κλίμακα η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· διεζευγμένων (mi) (πρβ. Βακχ. Εισ. 39, Mb 10):
Βλ. επίσης τα λ. υποδιάζευξις υποδιάζευξις, σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από διάστημα πέμπτης και οι ακρινές νότες τους βρίσκονται σε απόσταση ογδόης., παραδιάζευξις παραδιάζευξις, υποδιάζευξη. Σχηματίζεται όταν ανάμεσα σε δύο τετράχορδα, τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, υπάρχει απόσταση ενός τόνου, και υπερδιάζευξις υπερδιάζευξις, σχηματίζεται όταν δύο τετράχορδα χωρίζονται από μια ογδόη. Γίνεται ανάμεσα στο τετράχορδο υπατών (si - do - re - mi) και στο τετράχορδο υπερβολαίων (mi - fa - sol - la)..
Ο Θησαυρός της Ελληνικής Μουσικής είναι μια πολυμεσική εφαρμογή, που αναπτύχθηκε με στόχο να αποτελέσει την πλατφόρμα μέσα στην οποία θα καταχωρηθούν εποπτικά ορολογία, ονομασίες και πληροφορίες που σχετίζονται με τον Ελληνικό Μουσικό Πολιτισμό. συναφή, σύζευξη, ειδικά δύο τετραχόρδων τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο.. Όταν δύο συνεχή τετράχορδα έχουν ένα κοινό φθόγγο φθόγγος, ήχος, φωνή. Στη μουσική, ένας ήχος με καθορισμένο ύψος που παραγόταν από φωνή ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο., δηλ. όταν η ψηλότερη νότα του χαμηλότερου τετραχόρδου είναι ταυτόχρονα και η πρώτη του ψηλότερου τετραχόρδου. Υπάρχουν τρεις συναφές, (1) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο υπατών με το τετράχορδο μέσων, (2) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο μέσων με το τετράχορδο των συνημμένων, (3) εκείνη που ενώνει το τετράχορδο διεζευγμένων με το τετράχορδο των υπερβολαίων:
Η πρώτη συναφή (1) λεγόταν βαρυτάτη, η δεύτερη (2) μέση και η τρίτη (3) οξυτάτη (πρβ. Βακχ. Εισαγ. 81· Μαν. Βρυέν. Wallis III, 504).
Ο κοινός φθόγγος των δύο τετραχόρδων ονομαζόταν συναπτών φθόγγος.
εναρμόνιον, γένος· το γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος. στο οποίο γινόταν χρήση τετάρτων του τόνου τόνος, όρος με διάφορες, και κάποτε όχι ολότελα ξεκαθαρισμένες, σημασίες στην αρχαία ελληνική μουσική.
1. τάση (τάσις· ύψος). 2. διάστημα κατά το οποίο η 5η ξεπερνά την 4η, η μεγάλη 2η. 3. κλίμακα τοποθετημένη σ' ένα ορισμένο ύψος. 4. Ο Κλεονείδης δίνει μια τέταρτη σημασία· τη σημασία του φθόγγου (ήχου, τόνου), π.χ. επτάτονος φόρμιγξ. 5. Ο όρος τόνος συχνά χρησιμοποιείται και για την αρμονία.. Το τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. στο εναρμόνιο γένος προχωρεί με τον ακόλουθο τρόπο:
mi mi fa la 1/4 1/4 2
Το διάστημα του διτόνου δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. (fa - la) πρέπει να ιδωθεί σαν απλό διάστημα (μη σύνθετο, όχι πήδημα, όχι διάστημα τρίτης όπως φαίνεται), γιατί καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να υπάρξει, στο εναρμόνιο γένος, ανάμεσα στην τρίτη (fa) και την τετάρτη (la) νότα του τετράχορδου. Τα ονόματα των φθόγγων (ή χορδών) παραμένουν τα ίδια, όπως στο διατονικό διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο", σύμφωνα με τη σειρά τους στο τετράχορδο: (α) διατονικό γένος (β) εναρμόνιο γένος
Ο Αριστείδης Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. υποστηρίζει ότι το εναρμόνιο ήταν ακριβέστερο και έγινε δεκτό από τους επιφανέστερους ανθρώπους στη μουσική ("παρά γάρ τοις επιφανεστάτοις εν μουσική τετύχηκε παραδοχής"· πρβ. Περί μουσ. I, Mb 19, R.P.W.-I. 16). Επίσης, ότι ήταν πολύ δύσκολο να εκτελεστεί από τον πολύ κόσμο ("τοις δε πολλοίς έστιν αδύνατον"). Ο όρος αρμονία αρμονία, γενική σημασία της λέξης: σύνδεση, συναφή. 1. Σύμφωνα με τους παλιούς θεωρητικούς σήμαινε την ογδόη και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στην ογδόη ή μέσα σ' ένα σύστημα με τα μέρη του συνδεμένα έτσι που να σχηματίζουν ένα τέλειο σύνολο. Συνήθως αναφέρονται επτά αρμονίες. Μετά την εποχή του Αριστόξενου, ο όρος δια πασών αντικατέστησε τον όρο αρμονία σε πολλά κείμενα 2. Στην εποχή του Αριστόξενου και κατόπιν ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά με τη σημασία "εναρμόνιο γένος", μαζί με τον όρο εναρμόνιος πολύ συχνά αντικαθιστούσε τον όρο εναρμόνιο γένος από την εποχή του Αριστόξενου Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. και κατόπι (Αρμον. Ι, σ. 2, 9· σ. 23, 21 κτλ.· Κλεον. Εισ. 3, C.v.J. 181, Mb 3). Συχνά και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται στο ίδιο κείμενο (πρβ. Αριστόξ. I, Mb 2, 9 και 12, 7 κτλ.· Αριστείδης I, Mb 18 και 19).
Σημείωση: Το επίθ. εναρμόνιος χρησιμοποιούνταν συχνά με τη σημασία του μελωδικός, εμμελής, λ.χ. εναρμόνιον άσμα, μελωδικό τραγούδι. Επίσης, εναρμόνιος φθόγγος (Θέων Σμυρναίος Θέων, (2ος αι. μ.Χ.)· πλατωνικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Είναι ο συγγραφέας ενός έργου που ασχολείται με τις μαθηματικές επιστήμες (αριθμητική, γεωμετρία, στερεομετρία, αστρονομία και μουσική)., σ. 47). Επίσης, και με τη σημασία του αρμοσμένου, του σύμφωνου (λ.χ. στο χορό [χορωδία]). Αθήν. (ΙΔ', 628A, 24): "εναρμονίων γαρ όντων των ασμάτων" (αφού τα τραγούδια τραγουδιούνται ταιριασμένα στο χορό [αρμονικά όπως θα λέγαμε σήμερα]).
Βλ. Martin Vogel, "Enharmonik der Griechen", ORPHEUS Schriftenreihe zu Grundfragen der Musik), Dusseldorf 1963, τόμ. 3 και 4.
χρωματικόν, γένος ή, απλώς, χρώμα· το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Τα ονόματα των συστατικών φθόγγων του τετραχόρδου πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τη γενική τους σειρά στο τετράχορδο (το διάστημα μεταξύ λιχανού λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης 2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό. Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος. και μέσης μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος ή η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου στο οχτάχορδο σύστημα (στις μεταγραφές: la) και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας. θεωρείται απλό, όχι σύνθετο ή πήδημα τρίτης όπως θα λέγαμε σήμερα)· συγκρίνετε, στο ακόλουθο παράδειγμα, τα ονόματα των φθόγγων και στα δύο τετράχορδα, διατονικό διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" και χρωματικό:
Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.
Κατά τον Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο οποίο το πυκνόν (όταν το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων [mi -fa - fa δί. στο παράδειγμα] είναι μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου [fa δί. - la]) είναι ίσο προς τρεις εναρμόνιες διέσεις μείον 1/12 του τόνου· δηλαδή, αφού ή εναρμόνια δίεση είναι 1/4 (δηλ. 3/12) του τόνου, το χρωματικό πυκνό θα είναι ίσο προς 3 x 1/4= 3/4 ή 9/12 μείον 1/12= 8/12 του τόνου. Έτσι, το μαλακό χρωματικό θα προχωρούσε με τον ακόλουθο τρόπο:
(β) το ημιόλιο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ίσο προς ένα ημιτόνιο και μια εναρμόνια δίεση, δηλαδή 1/2+1/4=3/4 = 9/12 του τόνου:
(γ) Το σύντονο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ημιτόνια (mi - fa - fa δί.) και το υπόλοιπο είναι ένας και μισός τόνος (fa δί. - la):
Οι παραπάνω ορισμοί έχουν την προέλευσή τους στον Αριστόξενο Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. (Αρμον. Στοιχ. II, 50-51 Mb), ο οποίος δίνει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) το μαλακό χρωματικό είναι το τετράχορδο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ελάχιστες χρωματικές διέσεις ("εκ δύο χρωματικών διέσεων ελαχίστων"), δηλαδή 4/12+4/12= 8/12, και το υπόλοιπο είναι ένα ημιτόνιο παρμένο τρεις φορές (δηλ. 1/2 x 3= 3/2 ή 18/12) συν μία χρωματική δίεση (4/12), δηλ. 18/12+4/12 = 22/12· Έτσι, το μαλακό χρωματικό του Αριστόξενου είναι το ίδιο με εκείνο του Ανώνυμου που δώσαμε παραπάνω (4/12+4/12+22/12)·
(β) Το ημιόλιο χρωματικό είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι μιάμιση φορά το εναρμόνιο πυκνό (1/4+1/4=1/2 = 6/12 εναρμ. πυκνό· πλέον το μισό του 3/12) δηλ. 6/12+3/12=9/12· Έτσι, τα δύο πρώτα διαστήματα του χρωματικού τετραχόρδου, αν ληφθούν ως πυκνό, θα είναι, κατά τον ’ριστόξενο, 9/12 του τόνου, ακοιβώς όπως και εκείνο του Ανώνυμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Το υπόλοιπο του τετραχόρδου θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12. (γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ένα ημιτόνιο". Αυτό είναι ένα φανερό λάθος, γιατί το πυκνό στο σύντονο είναι δύο ημιτόνια. Ο Κλεονείδης Κλεονείδης, θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου. (Εισαγ. 7) ορίζει τις τρεις χρόες του χρωματικού τετραχόρδου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μολονότι η φρασεολογία διαφέρει ελαφρά. Ο Αριστείδης Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. (18 Mb, R.P.W.-I. 16) αναφέρει πως το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί τεντώνεται με ημιτόνια ("το δι' ημιτονίων συντεινόμενον"). Ο Ανώνυμος (σσ. 30-31), από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει: "χρωμα δε, ήτοι παρά το τετράφθαι πως εκ του διατονικού, ή παρά το χρώζειν μεν αυτό τα άλλα συστήματα... έστι δε ήδιστόν τε και γοερώτατον" (το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί απομακρύνεται κάπως από το διατονικό ή γιατί χρωματίζει τα άλλα συστήματα· ...και είναι γλυκύτατο και πολύ θρηνητικό).
διάτονον, και διατονικόν γένος· το γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος. στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Διάτονος (από το ρ. διατείνω, τεντώνω) τεντωμένος. Ο Νικόμαχος Νικόμαχος, (2ος αι. μ.Χ.)· Πυθαγόρειος μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής· γεννήθηκε στην πόλη Γέρασα της Συρίας. Έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Αρμονικής Εγχειρίδιον (ή Αρμονικόν Εγχειρίδιον), στο οποίο εκθέτει και διασαφηνίζει, τις πυθαγόρειες αρχές πάνω στη μουσική. (Εγχ. 12) γράφει ότι λέγεται διατονικό, γιατί μόνο αυτό από όλα τα γένη προχωρεί με τόνους ("διατονικόν καλείται έκ του προχωρείν διά των τόνων μονώτατον των άλλων"). Και ο Ανώνυμος Bell. 30, 25: "ει μεν προς ημιτόνιον και τόνον προκόπτοι τα της μελωδίας, το καλούμενον διάτονον ποιεί γένος" (αν η μελωδία προχωρεί με ημιτόνιο και τόνο, κάνει το λεγόμενο διάτονο γένος). Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον· (α) το μαλακόν είναι εκείνο στο οποίο η σειρά και τα είδη των διαστημάτων (από κάτω προς τα πάνω) είναι κατά τον ακόλουθο τρόπο: υπάτη, 1/2 τόνος - παρυπάτη, 3/4 ή 9/12 του τόνου [τρεις διέσεις] - λιχανός, 5/4 ή 15/12 του τόνου [πέντε διέσεις] - μέση (βλ. το παράδ. α', κάτω)· (β) το σύντονον είναι εκείνο στο οποίο τα διαστήματα είναι: ημιτόνιο-τόνος-τόνος (β' κάτω). Ο Ανώνυμος Bell. 59-61, 54, καθορίζει τα διαστήματα του μαλακού: ημιτόνιο, 9/12 (και επομένως 15/12 για το υπόλοιπο). Και τα δύο διαστήματα του μαλακού πρέπει να λογαριάζονται ως απλά διαστήματα, με την έννοια ότι ανάμεσα σε κάθε δύο νότες τους καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να υπεισέλθει στο ίδιο γένος (βλ. τα λ. σύνθετος σύνθετος, διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε μη συνεχείς νότες· αντίθ. ασύνθετον. Πολλά διαστήματα ήταν δυνατό να είναι σύνθετα σ' ένα γένος και απλά σε ένα άλλο., ασύνθετος ασύνθετος, μη σύνθετος, απλός. 1. ασύνθετον διάστημα· απλό διάστημα· εκείνο που δεν περιέχει ανάμεσα στα άκρα του άλλη νότα στο ίδιο γένος. 2. ασύνθετος χρόνος· αδιαίρετος χρόνος. 3. ασύνθετον μέτρον· απλό μέτρο.).
(α) ασύνθετον διάστημα· απλό διάστημα διάστημα, διάστημα, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους.· εκείνο που δεν περιέχει ανάμεσα στα άκρα του άλλη νότα στο ίδιο γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος.. Έτσι, mi - fa (καθώς επίσης και fa - sol και sol - fa) είναι απλό διάστημα στο διατονικό διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" γένος, γιατί καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά τους (στο ίδιο γένος)
Αλλά το διάστημα mi - fa είναι σύνθετο στο εναρμόνιον εναρμόνιον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τετάρτων του τόνου. H επινόησή του αποδιδόταν στον Όλυμπο. Το τετράχορδο στο εναρμόνιο γένος προχωρεί με τον ακόλουθο τρόπο: mi mi1/4 fa la. Ο όρος αρμονία πολύ συχνά αντικαθιστούσε τον όρο εναρμόνιο γένος από την εποχή του Αριστόξενου και κατόπι. γένος, γιατί ανάμεσα στις δύο αυτές νότες υπάρχει η νότα mi+1/4
Κατά τον ίδιο τρόπο το διάστημα fa - la είναι σύνθετο στο διατονικό γένος (βλ. 1 πιο πάνω) και απλό στο εναρμόνιο (βλ. 2 πιο πάνω). Έτσι, μιλώντας γενικά, ασύνθετο είναι ένα διάστημα που δεν μπορεί να υποδιαιρεθεί (στο ίδιο γένος) σε μικρότερα διαστήματα. Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. (Αρμ. III, 60, 10 Mb): "ασύνθετον δ' εστί διάστημα το υπό των έξης φθόγγων περιεχόμενον" (απλό είναι το διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε συνεχείς φθόγγους [δηλ. συνεχείς βαθμίδες στο ίδιο γένος]).
(β) ασύνθετος χρόνος· αδιαίρετος χρόνος. Βλ. λ. χρόνος χρόνος, στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης..
(γ) ασύνθετον μέτρον· απλό μέτρο μέτρον, 1. ένα σύστημα ποδών συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Ο Αριστείδης αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά. 2. το ποσό, το μέτρο των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας. 3. στην όρχηση, κάθε βήμα ή κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής.. Βλ. λ. πους πους, η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους..
σύνθετος, και σύνθετον διάστημα· διάστημα που περιέχεται ανάμεσα σε μη συνεχείς νότες· αντίθ. ασύνθετον. Κλεον. (Εισ. 5): "σύνθετα δε τα υπό των μη εξής [περιεχόμενα], οίον μέσης και παρυπάτης, μέσης και νήτης" (και σύνθετα [διαστήματα] είναι εκείνα που περιέχονται από μη συνεχείς φθόγγους, όπως το διάστημα μέσης και παρυπάτης [la - fa], μέσης και νήτης [la - re] κτλ.). Πολλά διαστήματα ήταν δυνατό να είναι σύνθετα σ' ένα γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος. και απλά σε ένα άλλο, δηλ. ήταν κοινά και στα σύνθετα και στα ασύνθετα. Το ημιτόνιο (η δευτέρα) mi - fa είναι ασύνθετο στο διατονικό διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" και το χρωματικό χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο., αλλά σύνθετο στο εναρμόνιο εναρμόνιον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τετάρτων του τόνου. H επινόησή του αποδιδόταν στον Όλυμπο. Το τετράχορδο στο εναρμόνιο γένος προχωρεί με τον ακόλουθο τρόπο: mi mi1/4 fa la. Ο όρος αρμονία πολύ συχνά αντικαθιστούσε τον όρο εναρμόνιο γένος από την εποχή του Αριστόξενου και κατόπι. γένος· στην πρώτη περίπτωση είναι απλό, γιατί και οι δύο του νότες είναι συνεχείς στο κάθε γένος: (α) διατονικό: mi - fa - sol - la και (β) χρωματικό: mi - fa - fa δίεση - la. Στη δεύτερη περίπτωση είναι σύνθετο, γιατί ανάμεσα στις δύο νότες του υπάρχει άλλος φθόγγος, στο ίδιο γένος, σε απόσταση 1/4 του τόνου: (γ) εναρμόνιο: mi - mi1/4 - fa - la.
Αντίθετα, το δίτονο δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. fa - la είναι απλό στο εναρμόνιο γένος: mi - mi1/4 - fa - la και σύνθετο στο διατονικό: mi - fa - sol - la και στο χρωματικό: mi - fa - fa δίεση - la. Η άποψη αυτή για τα σύνθετα και ασύνθετα διαστήματα εξετάζεται πλατιά από τον Αριστόξενο Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. στα Αρμονικά Στοιχεία (III, 60, 10 - 61, 5).
διαφωνία, ο Κλεονείδης Κλεονείδης, θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου. (Εισ. 6, C.v.J. 188, Mb 8) την καθορίζει ως άρνηση, αδυναμία δύο φθόγγων να συνδυαστούν, έτσι που να προκαλούν ενόχληση στην ακοή ("διαφωνία δε τουναντίον δύο φθόγγων αμιξαί [στον Mb αμιξία], ώστε μη κραθήναι, αλλά τραχυνθήναι την ακοήν"). διάφωνοι φθόγγοι· (ή ήχοι), που δε συνταιριάζουν, που δε συμφωνούν. Ο Γαυδέντιος Γαυδέντιος, (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής. Επονομάζεται "ο φιλόσοφος" και είναι γνωστός για το βιβλίο του Αρμονική Εισαγωγή, ένα εκλεκτικό έργο που ασχολείται με τους ήχους, τα διαστήματα, τα συστήματα, τα γένη κτλ.· ο Γαυδέντιος ακολουθεί μερικά τις αριστοξενικές και μερικά τις πυθαγορικές αντιλήψεις. (Εισαγ. 8, C.v.J. 337-338, Mb 11) δίνει τον ακόλουθο ορισμό των διάφωνων φθόγγων: "αλλά όταν διάφωνοι ήχοι παιχθούν (σε όργανα ή αυλούς) ταυτόχρονα ("άμα κρουομένων ή αυλουμένων") φαίνεται πως τίποτε δεν υπάρχει ως συγγένεια (ταυτότητα) ανάμεσα στη χαμηλότερη και την ψηλότερη νότα, ή την ψηλότερη προς τη χαμηλότερη" ("ουδέν τι φαίνεται του μέλους είναι του βαρύτερου προς το οξύ ή του οξύτερου προς το βαρύ το αυτό"). Βλ. επίσης Βακχ. 59 και Αριστείδης (Mb 12, R.P.W.-Ι. 10). Επειδή οι αρχαίοι Έλληνες δέχονταν ως σύμφωνα συμφωνία, 1. συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων). Οι συμφωνίες που αναγνώριζαν οι Έλληνες ήταν η καθαρή τετάρτη, η καθαρή πέμπτη, η ογδόη (δια πασών), και τα σύνθετα της ογδόης με κάποια από αυτές. 2. σύνολο οργάνων. 3. το όνομα ενός κρουστού οργάνου (είδος μικρού ταμπουρίνου). διαστήματα διάστημα, διάστημα, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους. την 8η, την 4η και την 5η (και τη σύνθετη 8η, 4η, 5η), όλα τα άλλα ήταν διάφωνα.
συμφωνία, και σύμφωνος· (α) συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων). Σύμφωνος· αυτός που είναι σε συμφωνία (ταιριάζει αρμονικά) με άλλο. Οι συμφωνίες που αναγνώριζαν οι Έλληνες ήταν η καθαρή τετάρτη, η καθαρή πέμπτη, η ογδόη (δια πασών), η διπλή ογδόη, η τετάρτη και πέμπτη σύνθετες με την ογδόη (δις δια τεσσάρων δια τεσσάρων, το διάστημα καθαρής 4ης, που οι Πυθαγόρειοι το ονόμαζαν συλλαβή συλλαβή, το διάστημα της καθαρής τετάρτης, όπως ονομαζόταν από τους Πυθαγορικούς· γενικά γνωστό ως δια τεσσάρων. Προσδιορίζεται από τον μαθηματικό λόγο 4/3. ή συλλαβά (λόγος 4:3)., δις δια πέντε) και με τη διπλή ογδόη (τρις δια τεσσάρων, τρις δια πέντε δια πέντε, το διάστημα της 5ης καθαρής.). Οι Πυθαγορικοί θεωρούσαν σύμφωνα εκείνα τα διαστήματα που εκφράζονταν με τους απλούστερους λόγους, δηλ. την ογδόη (2:1), την πέμπτη (3:2), την τετάρτη (4:3), τη σύνθετη πέμπτη (3:1), τη διπλή ογδόη (4:1) και τη σύνθετη τετάρτη (8:3). Ο Πτολεμαίος Πτολεμαίος, Κλαύδιος· (85 ή 108 μ.Χ. - περ. 163-168 μ.Χ.) μεγάλος γεωγράφος, αστρονόμος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής. Εκτός από τα πολυάριθμα και σημαντικά βιβλία του για την αστρονομία, τη γεωγραφία και τα μαθηματικά, έγραψε ένα σημαντικότατο επιστημονικό έργο για τη μουσική, τα Αρμονικά, σε τρία βιβλία (Αρμονικών βιβλία τρία). Το έργο αυτό αποτελεί μια πολύτιμη εκτίμηση, ερμηνεία και ανάπτυξη των πυθαγόρειων δογμάτων και αρχών για τη μουσική. διακρίνει τους ομόφωνους ομοφωνία, 1. ομοφωνία είναι η ταυτοφωνία και κατ' επέκταση η ογδόη, η διπλή ογδόη κτλ. 2. ομόφωνοι είναι εκείνοι οι ήχοι που όταν παιχτούν μαζί δίνουν ακουστικά την εντύπωση ενός ήχου, όπως είναι οι όγδοες και οι σύνθετες από αυτές. (ταυτοφωνία, ογδόη, διπλή ογδόη) από τους άλλους σύμφωνους (την πέμπτη και την τετάρτη και τις σύνθετες πέμπτη και τετάρτη)· στην πρώτη θέση τοποθετεί τους ομόφωνους και μετά από αυτούς τους σύμφωνους, οι οποίοι είναι οι πλησιέστεροι προς τους ομόφωνους (Πτολεμ. Αρμον. Ι, 7· επίσης, Πορφύρ. Comment, έκδ. I.D., σ. 118, Wallis III, σ. 292). Ο Κλεονείδης Κλεονείδης, θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου. (Εισαγ. 5) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της συμφωνίας: "έστι δε συμφωνία μεν κράσις δύο φθόγγων οξυτέρου και βαρύτερου" (συμφωνία είναι η ανάμειξη δύο φθόγγων, από τους οποίους ο ένας είναι ψηλότερος και ο άλλος χαμηλότερος). Ο Πορφύριος Πορφύριος, (232/233 Τύρος-304/305 μ.Χ. Ρώμη;)· το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος (στα αραβικά Malik=βασιλιάς). Τη συμβολή του στη μελέτη της μουσικής αποτελούν τα Σχόλιά του στα Αρμονικά του Πτολεμαίου. μνημονεύει, τον ορισμό του Αιλιανού (από το έργο του Τίμαιος): "Συμφωνία είναι σύμπτωση και ανάμειξη ("επί το αυτό πτώσις και κράσις") δύο φθόγγων διαφορετικών ως προς την οξύτητα και τη βαρύτητα", δηλ. διαφορετικών στο ύψος. Προσθέτει πως ο Πτολεμαίος Πτολεμαίος, Κλαύδιος· (85 ή 108 μ.Χ. - περ. 163-168 μ.Χ.) μεγάλος γεωγράφος, αστρονόμος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής. Εκτός από τα πολυάριθμα και σημαντικά βιβλία του για την αστρονομία, τη γεωγραφία και τα μαθηματικά, έγραψε ένα σημαντικότατο επιστημονικό έργο για τη μουσική, τα Αρμονικά, σε τρία βιβλία (Αρμονικών βιβλία τρία). Το έργο αυτό αποτελεί μια πολύτιμη εκτίμηση, ερμηνεία και ανάπτυξη των πυθαγόρειων δογμάτων και αρχών για τη μουσική. δεχόταν έξι συμφωνίες (αυτές που λέει ομοφωνίες), ενώ άλλοι θεωρητικοί, όπως ο Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων., ο Διονύσιος Διονύσιος, 1. (τέλη 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από τη Θήβα. Ως μουσικός θεωρούνταν ίσος με τον Δάμωνα και, σύμφωνα με τον Th. Reinach, δίδαξε στον Επαμεινώνδα την κιθαριστική και την κιθαρωδία. 2. μουσικός αβέβαιης εποχής, στον οποίο αποδίδονται oι Ύμνοι στη Μούσα (Καλλιόπη) και στον Ήλιο· η σύνθεσή τους τοποθετείται στον 2ο αι. μ.Χ. 3. ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. π.Χ.)· Ιστορικός και δάσκαλος της ρητορικής. Το έργο του Περί συνθέσεως ονομάτων περιέχει πλούσιο μουσικό υλικό. 4. Αλικαρνασσεύς ο Μουσικός (2ος αι. μ.Χ.)· σοφιστής και μουσικός που έζησε τον καιρό της βασιλείας του Αδριανού 5. ο Ίαμβος (3ος αι. π.Χ.)· γραμματικός και ποιητής. 6. Διονύσιος (4ος αι. μ.Χ.)· μουσικός της εποχής του Κωνσταντίνου. Έγραψε ένα βιβλίο Περί μουσικής τέχνης. 7. μουσικός που αναφέρεται από τον Πορφύριο ως συγγραφέας ενός βιβλίου Περί ομοιοτήτων, όπου εξετάζεται η επίδραση του αριθμού στη ρυθμική και της ρυθμικής στη μελοποιία. και ο Ερατοσθένης Ερατοσθένης, (275-195/4 π.Χ.)· γεννήθηκε στην Κυρήνη και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Λόγιος και επιστήμονας μεγάλης φήμης, διευθυντής της περίφημης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Στα πολυάριθμα έργα του (φιλοσοφικά, γεωγραφικά, ιστορικά, μαθηματικά, αστρονομικά κτλ.) υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική., δέχονταν οκτώ. Ο Γαυδέντιος Γαυδέντιος, (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής. Επονομάζεται "ο φιλόσοφος" και είναι γνωστός για το βιβλίο του Αρμονική Εισαγωγή, ένα εκλεκτικό έργο που ασχολείται με τους ήχους, τα διαστήματα, τα συστήματα, τα γένη κτλ.· ο Γαυδέντιος ακολουθεί μερικά τις αριστοξενικές και μερικά τις πυθαγορικές αντιλήψεις. δεχόταν εξι. Ο Νικόμαχος Νικόμαχος, (2ος αι. μ.Χ.)· Πυθαγόρειος μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής· γεννήθηκε στην πόλη Γέρασα της Συρίας. Έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Αρμονικής Εγχειρίδιον (ή Αρμονικόν Εγχειρίδιον), στο οποίο εκθέτει και διασαφηνίζει, τις πυθαγόρειες αρχές πάνω στη μουσική. (Εγχειρ. 12) υποστηρίζει ότι σύμφωνα συστήματα (=που προέρχονται από την ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων) είναι εκείνα των οποίων οι συστατικοί φθόγγοι, όταν παιχθούν μαζί ("άμα κρουσθέντες"), αναμειγνύονται ο ένας με τον άλλο με τέτοιο τρόπο, ώστε δίνουν την εντύπωση ενός μόνο ήχου ("ενοειδή φωνήν") (πρβ. Αριστείδης Περί μουσ. 12 Mb και Γαυδ. Εισαγ. 8). Ο Αριστοτέλης Αριστοτέλης, (384-322 π.Χ.)· γεννήθηκε στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και πέθανε στη Χαλκίδα της Ευβοίας. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία στην Αθήνα, όπου αργότερα και δίδαξε. Μολονότι είχε πολύ καλή γνώση της θεωρίας και της πρακτικής της μουσικής, δεν έγραψε κανένα σύγγραμμα ειδικά για τη μουσική· αλλά πολύ συχνά αναφέρεται στη μουσική στα κείμενά του. Όπως ο Πλάτων, υποστηρίζει την ηθική αξία της μουσικής και εξετάζει λεπτομερειακά τη σημασία της στην εκπαίδευση των νέων. (Προβλ. XIX, 38) υποστηρίζει πως "ο λόγος για τον οποίο απολαμβάνουμε τη συμφωνία είναι το ότι είναι ανάμειξη αντιθέτων [φθόγγων] που έχουν σχέση ο ένας με τον άλλο"· και στα Μουσικά Προβλήματα XIX, 35, λέει ότι η ογδόη είναι η πιο ωραία συμφωνία. Οι συμφωνίες διαιρούνταν σε απλές και σύνθετες. Απλές ήταν, κατά τους αρχαίους συγγραφείς ("τους παλαιούς"), η τετάρτη και η πέμπτη. Σύνθετες θεωρούνταν όλες οι άλλες, επειδή ήταν σύνθετες από απλές συμφωνίες. Κατά τον Πορφύριο, ο Θράσυλος περιλάμβανε και την ογδόη στις απλές συμφωνίες.
(β) Ο όρος συμφωνία απαντά, επίσης, και με τη σημασία ενός συνόλου οργάνων· συμφωνία ήταν και το όνομα ενός κρουστού κρουστά, Όργανα που παράγουν ήχο με κρούση. Έτσι γενικά ονομάζονταν τα έγχορδα, αλλά ο Νικόμαχος χρησιμοποιεί καθαρά τον όρο με τη σημασία των κρουστών οργάνων, όπως τα εννοούμε σήμερα. οργάνου (είδος μικρού ταμπουρίνου). Ο Πολύβιος (Αθήν. ΙΔ', 615D, 4) αναφέρει: "ορχησταί δύο εισήγοντο μετά συμφωνίας εις την ορχήστραν" (δύο χορευτές έμπαιναν στην ορχήστρα με ταμπουρίνα [κατ' άλλους "καστανιέτες"]).
δίεσις, (από το ρ. διίημι, διαπερνώ, αφήνω κάτι να περάσει)· κοινώς, διαβίβαση, διέλευση. Στη μουσική ήταν όρος με πολλές σημασίες. Για πολλούς θεωρητικούς σήμαινε το τέταρτο τόνου, και ονομαζόταν δίεσις τεταρτημόριος. Ο Θέων ο Σμυρναίος Θέων, (2ος αι. μ.Χ.)· πλατωνικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Είναι ο συγγραφέας ενός έργου που ασχολείται με τις μαθηματικές επιστήμες (αριθμητική, γεωμετρία, στερεομετρία, αστρονομία και μουσική). (87, 2) λέει: "δίεσις, σύμφωνα με τη σχολή του Αριστόξενου, είναι το τέταρτο τόνου, ενώ για τους Πυθαγόρειους δίεσις ονομαζόταν το ημιτόνιο"· βλ. επίσης Μ. Ψελλός, Σύνταγμα, Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη (Παρίσι 1545, σ. 22). Από πολλούς συγγραφείς η λ. δίεση χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Ο Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. (Ι, 14 Mb) γράφει: "η φωνή δεν μπορεί να διακρίνει, ούτε η ακοή να ξεχωρίσει, οποιοδήποτε διάστημα μικρότερο από την πιο μικρή δίεση"· αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Αριστόξενο, δίεση είναι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να εκτελέσει η φωνή και να συλλάβει το αυτί. Και ο Αριστείδης Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. (Mb 14, R.P.W.-1.12) επίσης λέει: "δίεση ήταν το ελάχιστο διάστημα της φωνής". Σ' ένα αρχαίο απόσπασμα (Vincent Notices 235-236) καθορίζεται ότι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι η δίεση, περίπου ένα τέταρτο τόνου, αλλά σε λόγο 33/32· και είναι ένα διάστημα εξαιρετικά δύσκολο ("χαλεπώτατον") να τραγουδηθεί και όχι από τον καθένα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Δίδυμου Δίδυμος, (περ. 63 π.Χ.-10 μ.Χ.)· γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, επονομαζόμενος Χαλκέντερος και Βιβλιολάθας. Του αποδίδεται ο καθορισμός του "Διδύμειου κόμματος" ή "κόμματος του Διδύμου", που είναι η διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου ("μείζονος") τόνου (9:8) και ενός "ελάσσονος" τόνου (10:9), δηλ. 81:80. αυτό θα ήταν κάτι μεταξύ 32/31 και 31/30.
Εναρμόνιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο εναρμόνιο γένος εναρμόνιον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τετάρτων του τόνου. H επινόησή του αποδιδόταν στον Όλυμπο. Το τετράχορδο στο εναρμόνιο γένος προχωρεί με τον ακόλουθο τρόπο: mi mi1/4 fa la. Ο όρος αρμονία πολύ συχνά αντικαθιστούσε τον όρο εναρμόνιο γένος από την εποχή του Αριστόξενου και κατόπι.. Κατά τον Νικόμαχο Νικόμαχος, (2ος αι. μ.Χ.)· Πυθαγόρειος μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής· γεννήθηκε στην πόλη Γέρασα της Συρίας. Έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Αρμονικής Εγχειρίδιον (ή Αρμονικόν Εγχειρίδιον), στο οποίο εκθέτει και διασαφηνίζει, τις πυθαγόρειες αρχές πάνω στη μουσική. (Εγχ. 12) είναι το μισό του ημιτονίου: "εναρμόνιος δίεσις, όπερ εστίν ημιτονίου ήμισυ"· και ο Γαυδέντιος Γαυδέντιος, (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής. Επονομάζεται "ο φιλόσοφος" και είναι γνωστός για το βιβλίο του Αρμονική Εισαγωγή, ένα εκλεκτικό έργο που ασχολείται με τους ήχους, τα διαστήματα, τα συστήματα, τα γένη κτλ.· ο Γαυδέντιος ακολουθεί μερικά τις αριστοξενικές και μερικά τις πυθαγορικές αντιλήψεις. (Εισαγ. 5) λέει ότι η εναρμόνιος δίεση είναι ίση προς το τέταρτο του τόνου· και άλλοι θεωρητικοί συμφωνούν σ' αυτό.
Χρωματική δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο χρωματικό γένος χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.. Ο Γαυδέντιος, ακολουθώντας τον Αριστόξενο, εκτιμά (καθορίζει) την ελάχιστη χρωματική δίεση (δίεσις χρωματική ελαχίστη) ως ίση προς το 1/3 του τόνου (δίεσις τριτημόριος)· βλ. στο λ. χρωματικόν χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. γένος τις απόψεις του Αριστόξενου· επίσης, Αρμ. Στοιχ. II, 50 Mb.
Ημιόλιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο ημιόλιο χρωματικό γένος· είναι ίση προς μία και μισή εναρμόνια δίεση, δηλ. αφού η εναρμόνια δίεση είναι 1/4 του τόνου, η ημιόλια θα είναι 1/4 + 1/8 = 3/8 του τόνου. Ο Mart. Cap. (De Mus. Mb 179) επίσης λέει ότι η ημιόλια δίεση είναι ίση προς 1/4 του τόνου και το μισό του 1/4 (1/8), δηλ. 3/8 ή 9/24 του τόνου. Ο Κλεονείδης Κλεονείδης, θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου. (Εισαγ. 7) λέει: "ας υποθέσουμε πως ο τόνος διαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα οποία ονομάζεται δωδεκατημόριο (1/12) ... το ημιτόνιο θα είναι 6/12, και η δίεση, η λεγόμενη τεταρτημόριος (ένα τέταρτο του τόνου) θα έχει 3/12 και η τριτημόριος (ένα τρίτο του τόνου) θα έχει 4/12"·
οργανική, · η επιστήμη των οργάνων· η τέχνη της εκτέλεσης οργάνων· ο Αριστόξενος θεωρεί την οργανική ως ένα από τα εφόδια του μουσικού, όπως η αρμονική και η ρυθμική και η μετρική (Αρμ. ΙΙ, 32, 7-8 Mb). οργανικός, επίθετο· οργανική φωνή, οργανικός ήχος (φωνή, ήχος οργάνου). Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. (ό.π. Ι, 14, 4-5 Mb): "απάσης γαρ φωνής οργανικής τε και ανθρωπικής ωρισμένος εστί τις τόπος" (για κάθε οργανική και ανθρώπινη φωνή υπάρχει μια ορισμένη έκταση).
διάστασις, διάστημα διάστημα, διάστημα, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους., η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. Ι, 3, 35 Mb): "Περί της του βαρέος τε και οξέος διαστάσεως" (Για το διάστημα, ανάμεσα στο χαμηλό και το ψηλό [στο ύψος]). Βλ. ακόμα, ό.π. Ι, σ. 13, 32, σ. 14, 9, σ. 18, 30 κτλ. διάστημα· η απόσταση ανάμεσα σε δύο νότες με διαφορετικό ύψος. Μερικοί ορισμοί των παλιών θεωρητικών Κλεον. (Εισαγ. 1, C.v.J. 179, Mb 1): "διάστημα δε το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων άνομοίων οξύτητι και βαρύτητι" (διάστημα [είναι] η απόσταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο νότες διαφορετικές στο ύψος και στο βάθος). Ο ίδιος ορισμός και στον Βακχείο. Ο Ανώνυμος (Bell. 30, 22) λέει: "διάστημα δ' εστί το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων ανομοίων τη τάσει, του μεν οξυτέρου, του δε βαρυτέρου" (διάστημα είναι εκείνο που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε [ή περικλείεται από] δύο νότες διαφορετικές στο ύψος [βλ. λ. τάσις τάσις, τέντωμα μιας χορδής, επομένως ύψος, μια νότα.], από τους οποίους ο ένας είναι ψηλότερος και ο άλλος χαμηλότερος). Σ' ένα απόσπασμα χειρογράφου (Vincent Notices 234) ο ορισμός διατυπώνεται έτσι: "Διάστημα δ' είναι μέγεθος φωνής υπό δυοίν περιεχόμενον φθόγγων" (Διάστημα είναι η έκταση της φωνής που περιέχεται ανάμεσα σε δύο φθόγγους). Ο Νικόμαχος Νικόμαχος, (2ος αι. μ.Χ.)· Πυθαγόρειος μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής· γεννήθηκε στην πόλη Γέρασα της Συρίας. Έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο Αρμονικής Εγχειρίδιον (ή Αρμονικόν Εγχειρίδιον), στο οποίο εκθέτει και διασαφηνίζει, τις πυθαγόρειες αρχές πάνω στη μουσική. (Εγχειρ. 12, C.v.J. 261, Mb 24) χρησιμοποιεί τον όρο μεταξύτης (η): "Διάστημα, γράφει, δ' εστί δυοίν φθόγγων μεταξύτης" (Διάστημα. είναι ό,τι υπάρχει ανάμεσα σε δύο φθόγγους)· μεταξύτης = ό,τι είναι ανάμεσα, μεταξύ· στη μουσική η απόσταση, το διάστημα.
Ανάμεσα στα διαστήματα υπήρχαν πολλές διαφορές: (α) ως προς το μέγεθος· (β) ως προς το γένος· (γ) ως προς τη συμφωνία και διαφωνία (δ) ανάμεσα σε σύνθετα και απλά· (ε) ανάμεσα σε ρητά και άλογα.
Τα διαστήματα ονομάζονταν άρτια και περιττά, ανάλογα με τον αριθμό των διέσεων που περιλάμβαναν· λ.χ. το ημιτόνιο και ο τόνος ήταν άρτια, γιατί περιείχαν αντίστοιχα δύο και τέσσερις διέσεις (κάθε δίεση ίση προς ένα τέταρτο τόνου· βλ. λ. δίεσις δίεσις, για τον Θέωνα τον Σμυρναίο, το τέταρτο του τόνου. Για του Πυθαγόρειους το ημιτόνιο. για πολλούς άλλους συγγραφείς η λ. δίεξη χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Υπήρχαν διαφορετικές διέσεις στα τρία γένη.). Το διάστημα ανάμεσα στην παρυπάτη και τη λιχανό στο μαλακό διάτονον διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" (δηλ. τρία τέταρτα του τόνου) ήταν περιττό, γιατί περιείχε τρεις διέσεις.
ονομασία, στην αρχαία ελληνική μουσική γινόταν χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων (προσηγορίαι· Μ. Ψελλός, Σύνταγμα 21α). Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας κέρας, κέρατο. συνών. του όρου βυκάνη ή σάλπιγξ. σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· όταν η λέξη χορδή έγινε, με τη συνεχή και πρακτική χρήση, συνώνυμη του φθόγγου, τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Από τον 6ο αι. π.Χ., όταν η επτάχορδη λύρα έγινε οκτάχορδη, τα ονόματα (προσηγορίες) ήταν τα ακόλουθα:
νήτη, νεάτη (=χαμηλότατη), η ψηλότερη νότα· παρανήτη, η αμέσως πιο κάτω από τη νήτη· τρίτη, η τρίτη από πάνω προς τα κάτω· παραμέση, η πλαϊνή της μέσης προς τα πάνω· μέση, η κεντρική νότα· λιχανός, η χορδή που παιζόταν με το λιχανό, το δείκτη· παρυπάτη, η πλαϊνή της υπάτης προς τα πάνω· υπάτη (=υψίστη), η πιο χαμηλή νότα.
Η πιο πάνω ονοματολογία χρειάζεται κάποια εξήγηση.
(α) η λ. νήτη νήτη, 1. η χορδή που βρισκόταν πιo κοντά στον εκτελεστή (νήτη = κατώτατη). 2. η ψηλότερη νότα ή χορδή. Στην επτάχορδη κλίμακα η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)·, ενώ σήμαινε την έσχατη χορδή, ήταν στην πραγματικότητα η ψηλότερη χορδή· αυτό οφείλεται στη θέση της χορδής νήτη, που ήταν τοποθετημένη στο πλησιέστερο σημείο από τον εκτελεστή· πρβ. Αριστείδης (Mb 11) στο λ. νήτη. (β) Η υπάτη υπάτη, (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών., ακριβώς το αντίθετο με τη νήτη, αλλά κατά παρόμοια αντιστοιχία, ενώ σήμαινε την πιο ψηλή χορδή, στην πραγματικότητα ήταν η χαμηλότερη, γιατί η αντίστοιχη χορδή ήταν τοποθετημένη στο άλλο άκρο, το πιο μακρινό από τον εκτελεστή· πρβ. Αριστείδης (Mb 11) στο λ. υπάτη. Ο Νικόμαχος (στο Εγχειρ. 3) λέει ότι κατ' αναλογία με τον πλανήτη Κρόνο, που είναι ο πιο ψηλός και πιο απομακρυσμένος από μας πλανήτης, ο πιο χαμηλός ήχος στη δια πασών ονομάστηκε υπάτη, γιατί ύπατον είναι το πιο ψηλό. Κατά τον ίδιο τρόπο η Σελήνη, που είναι ο πιο χαμηλός και πλησιέστερος πλανήτης στη Γη, ο πιο ψηλός ήχος πήρε το όνομα νήτη, που σημαίνει χαμηλότατος. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το αντιφατικό φαινόμενο στους δύο αυτούς όρους (υπάτη, νήτη) οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, καθώς λέει ο Αριστείδης, οι αρχαίοι συνήθιζαν να ονομάζουν τον πρώτο ύπατον (τον πιο ψηλό) και τον πιο μακρινό νέατον (χαμηλότατο). Ο Kurt Sachs (Hist. 135) υποστηρίζει ότι "η νήτη ή χαμηλή χορδή κατά τρόπο εκπληκτικό προσδιορίζει την πιο ψηλή νότα στην ελληνική μουσική, όχι γιατί είναι η πιο χαμηλή όταν η λύρα κρατιέται στην κανονική, πλαγιαστή θέση, αλλά γιατί η σημιτική Ανατολή αποκαλεί ψηλούς φθόγγους τους χαμηλούς και χαμηλούς φθόγγους τους ψηλούς". Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 3· Πλούτ. Πλατωνικά ζητήματα IX, 2, 1008Ε). (γ) Όλα τα ονόματα ήταν στο θηλυκό γένος, γιατί εξυπακούεται η λέξη "χορδή"· ήταν δηλ. επίθετα στο ουσιαστικό χορδή, λ.χ. νήτη χορδή (χαμηλότατη-ύψιστη χορδή).
Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον τα ονόματα ήταν με τη σειρά τους τα ακόλουθα, με τον προστεθειμένο φθόγγο (τον προσλαμβανόμενο):
Οι νότες του τετραχόρδου συνημμένων στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον ονομάζονταν:
Τα ονόματα παραμένουν τα ίδια και στα τρία γένη για τις αντίστοιχες νότες και χορδές:
Στο παλαιό σύστημα οι αρμονίες (οκτάχορδα), εφόσον πρακτικά ήταν τμήματα του Τελείου Μείζονος Συστήματος, διατηρούσαν τα ονόματα των αντίστοιχων φθόγγων σύμφωνα με τη θέση τους (ή λειτουργία) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον. Έτσι, η μιξολυδική (si - si), παρμένη με ανιούσα σειρά, άρχιζε με την υπάτη υπατών, η λυδική (do - do) με την παρυπάτη κ.ο.κ. Ο Πτολεμαίος εισήγαγε την "κατά θέσιν" ονομασία των φθόγγων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η πρώτη νότα κάθε αρμονίας (οκτάχορδου) ονομαζόταν, σχετικά με τη θέση της στην κλίμακα, υπάτη, η δεύτερη νότα παρυπάτη, η τρίτη λιχανός, η τετάρτη μέση κτλ. (κατά ανιούσα σειρά)· από την άλλη, κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομαζόταν επίσης και σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν") στο Σύστημα Τέλειον Μείζον. Στο ακόλουθο παράδειγμα έχουμε και τις δύο ονομασίες:
Λυδική αρμονία
ονομασία
(α) ονομασία κατά δύναμιν:
(β) κατά θέσιν:
Φρυγική αρμονία
(α) κατά δύναμιν:
(β) κατά θέσιν:
Σημείωση: Μονάχα στη δωρική αρμονία (mi - mi) και οι δύο ονομασίες συμπίπτουν.
μονή, (από το μένω)· η παραμονή πάνω σ' ένα ύψος· κάποια εμμονή της φωνής. Ο Κλεονείδης Κλεονείδης, θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου. (Εισαγ. 14) καθορίζει: "τονή είναι η μονή (παραμονή πάνω σε μια βαθμίδα) πιο πολύ από ένα χρόνο σε μια εκφορά της φωνής". Ο Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. (Ι, 12, 3): "[τάσις τάσις, τέντωμα μιας χορδής, επομένως ύψος, μια νότα. εστί] μονή τις και στάσις της φωνής" ([τάση είναι] κάποια παραμονή [εμμονή] και στάση της φωνής)· και ο Αριστείδης δίνει τον ίδιο ορισμό (Mb 8, R.P.W.-I. 6). Ο Βακχείος (Εισαγ. 45) καθορίζει ότι μονή γίνεται: "όταν επί του αυτού φθόγγου πλείονες λέξεις μελωδώνται" (όταν περισσότερες λέξεις τραγουδιούνται πάνω στην ίδια νότα). Βλ. λ. πεττεία πεττεία, 1. επανάληψη της ίδιας νότας. 2. κατά τον Αριστείδη, μια μέθοδος της μελωδικής σύνθεσης (ένα από τα τρία είδη της χρήσης), με την οποία "μαθαίνουμε ποιες νότες να παραλείψουμε και ποιες να χρησιμοποιήσουμε. Και από ποια ν' αρχίσουμε και σε ποια να τελειώσουμε".
λογώδες μέλος, μελωδία που μιλιέται, της ομιλίας. Ο Αριστόξενος Αριστόξενος, (375 / 360 π.Χ.-;)· φιλόσοφος και θεωρητικός της μουσικής, γεννήθηκε στον Τάραντα και πέθανε στην Αθήνα. Μαθητής του Αριστοτέλη στο Λύκειο, υπήρξε πολυγραφότατος, με περί τα 453 μουσικά, ιστορικά και φιλοσοφικά βιβλία. Από τα μουσικά του βιβλία έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος των Αρμονικών Στοιχείων. χρησιμοποίησε αυτό τον όρο στα Αρμονικά Στοιχεία (Ι, 18, 12-15): "λέγεται γαρ δη και λογώδές τι μέλος, το συγκείμενον εκ των προσωδιών των εν τοις ονόμασιν· φυσικόν γαρ το επιτείνειν και ανιέναι εν τω διαλέγεσθαι" (γιατί υπάρχει και ένα είδος μελωδίας στην ομιλία, που εξαρτάται από τους τονισμούς των λέξεων· γιατί είναι φυσικό, όταν μιλούμε, να ανεβαίνει και να κατεβαίνει η φωνή)