Arisztoxenosz (Tarentum,Kr. e. IV. század – ?,?) Görög bölcselő
Életéről keveset tudunk. Dél-itáliai szülővárosaábol egészen fiatalon utazott Görögországba, s Mantineában, majd Athénban fejezte be tanulmányait. Filozófiát Arisztotelésztől tanult, érdeklődésének speciális tárgya azonban a zeneelmélet és a görög ritmika volt, ezekben a témakörökben ő az egész ókor legjelentősebb teoretikusa.
Terjedelmes – a hagyomány szerint 453 tekercsre írt- munkásságából csak töredékek maradtak fenn. Főművében, a „Harmonia sztoikheia”-ban (A harmónia elemei) a régi pithagoreus zeneelmélet hagyományait fejleszti tovább, s a dalköltészet történetére és a költemények előadási módjára vonatkozóan tartalmaz fontos adatokat. (Említést tesz például Terpandrosz híres héthúrú lantjáról).
Az utókor nagy tisztelettel övezte, művét Plutarkhosz is forrásul használta a zenéről írott értekezésében.
Forrás
* Ókori Lexikon I–VI. kötet, szerk. PECZ Vilmos, Franklin Társulat, Budapest 1904.
είδος, "είδος τετραχόρδου"· το σχήμα, η φόρμα που παίρνει ένα τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. με τη διάταξη των συστατικών του μερών. Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 18 Mb) λέει ότι υπάρχουν τρία είδη τετάρτης ("του δια τεσσάρων τρία είδη"), δηλ. (α) εκείνο στο οποίο το πυκνόν πυκνόν, στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο εναρμόνιο και στο χρωματικό γένος. βρίσκεται στο κατώτερο μέρος, (β) εκείνο στο οποίο μία δίεση δίεσις, για τον Θέωνα τον Σμυρναίο, το τέταρτο του τόνου. Για του Πυθαγόρειους το ημιτόνιο. για πολλούς άλλους συγγραφείς η λ. δίεξη χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Υπήρχαν διαφορετικές διέσεις στα τρία γένη. βρίσκεται σε κάθε πλευρά του διτόνου και (γ) εκείνο στο οποίο το πυκνόν βρίσκεται επάνω από το δίτονον δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. (ΙΙΙ, 74, 19 κέ.). Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 11 Mb) επίσης θεωρεί τον όρο είδος συνώνυμο του όρου σχήμα σχήμα, φόρμα, μορφή. Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή. Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορού· στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες, οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση. Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματος· ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου ή συστήματος γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του.: "διαφέρει δ' ημίν ουδέν είδος λέγειν ή σχήμα, φέρομεν γαρ αμφότερα τα ονόματα ταύτα επί το αυτό" (για μας οι λέξεις είδος και σχήμα δεν διαφέρουν διόλου, επομένως χρησιμοποιούμε και τους δύο όρους για το ίδιο φαινόμενο). "Το του συστήματος είδος" = το σχήμα του συστήματος (III, 69, 16). Ο όρος είδος συναντάται και με τη σημασία του στιλ· Πλούτ. Περί μουσ. 1110Ε, 27: "το της διαφθοράς είδος" (το στιλ της παρακμής).
σχήμα, φόρμα, μορφή. Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή. Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορού· στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες χειρονομία, 1. παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης· χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις. 2. είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της., οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση. Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματος· ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. ή συστήματος σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του. Έτσι, το σχήμα ένος δωρικού τετράχορδου διαφέρει από το σχήμα ένος φρυγικού τετράχορδου. Στη ρυθμοποιία ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη υποδιαιρείται "στη λήψη, με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις μίξις, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό.), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς"., ήταν η μορφή, ένος μέτρου (ιαμβικό, αναπαιστικό κτλ.). Για διάφορα μελωδικά σχήματα, βλ. στο λ. πρόκρουσις-πρόληψις πρόκρουσις-πρόληψις, 1. πρόκρουσις· η μετάβαση από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη, σε οργανική μελωδία. Μπορούσε να γίνει είτε άμεσα (με διάστημα δευτέρας) είτε έμμεσα (με πήδημα 3ης, 4ης ή 5ης). 2. πρόληψις· το αντίστοιχο σε φωνητική μελωδία..
Πρβ. Ανών . (Bell. 2 και 4) και Μαν. Βρυέν. Αρμον. III.
οδός, στη μουσική χρησιμοποιούνταν με τη σημασία της πορείας, της κίνησης από ένα ορισμένο σημείο προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ο Αριστόξενος (Αρμ. Στοιχ. III, 66, 27-28 Mb) λέει σχετικά: "Από δε του διτόνου δύο μεν οδοί επί το οξύ, μία δ' επί το βαρύ" (Από το δίτονο δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. υπάρχουν δύο [δυνατές] κινήσεις, μία προς τα πάνω και μία προς τα κάτω).
ακαριαίος, τόπος τόπος, μια θέση μέσα στην έκταση της φωνής. Ο καθορίζει τρεις "περιοχές της φωνής· ψηλή, μεσαία και χαμηλή". Ο Ανώνυμος του Bellermann καθορίζει τέσσερις: υπατοειδή, μεσοειδή, νητοειδή και υπερβολαιοειδή.· ένας πολύ μικρός, ανεπαίσθητος τόπος (θέση), μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθούν τα άκρα των συμφωνιών συμφωνία, 1. συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων). Οι συμφωνίες που αναγνώριζαν οι Έλληνες ήταν η καθαρή τετάρτη, η καθαρή πέμπτη, η ογδόη (δια πασών), και τα σύνθετα της ογδόης με κάποια από αυτές. 2. σύνολο οργάνων. 3. το όνομα ενός κρουστού οργάνου (είδος μικρού ταμπουρίνου).. Αριστόξ. (ΙΙ, 55, 3-8 Mb): "Όταν εξετάζουμε τα μεγέθη των διαστημάτων βρίσκουμε πως οι συμφωνίες είτε δεν έχουν καθόλου τόπο παραλλαγής... ή έχουν έναν εντελώς ανεπαίσθητο".
τριημιτόνιον, το διάστημα του ενός και μισού τόνου, όπως και σήμερα. Το διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα στη λιχανό λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης 2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό. Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος. μέσων και τη μέση μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος ή η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου στο οχτάχορδο σύστημα (στις μεταγραφές: la) και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας. (sol ύφ. - la ή fa δίεση -la) ή ανάμεσα στη λιχανό υπατών και υπάτη μέσων (do δίεση ή re ύφεση - mi) στο χρωματικό χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. γένος. Υπενθυμίζεται ότι στο χρωματικό γένος το διάστημα, λ.χ. λιχανού μέσων και μέσης, που συμβολικά σημειώνουμε (fa δί. - la, ή sol ύφ. - la), είναι στο χρωματικό γένος απλό απλούν, απλό. "Απλούν σύστημα", απλό, μη μετατροπικό σύστημα, που είναι αρμοσμένο σε μία μέση. Το επίθ. "απλούς" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς το "διπλούς" και "πολλαπλούς".· δεν πρέπει, επομένως, παρασυρμένοι από τη σύγχρονη ορολογία να θεωρούμε τη συμβολική έκφραση: fa δί. - la (ή do δί. - mi) του χρωματικού γένους ως τρίτη μικρή. Το τριημιτόνιον λεγόταν και τριημίτονον.
μαλακός, όρος που χρησιμοποιούνταν στο διατονικό και στο χρωματικό γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. 2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο. 3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος., για να υπονοεί μια κάποια "χρόα" στο σχηματισμό κάθε γένους. Αντίθετο του σύντονος σύντονος, τεντωμένος, ψηλός, οξύς. 1. μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος. Χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος. 2. ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)·. Στο μαλακό διατονικό το τετράχορδο ήταν συνθεμένο (από κάτω προς τα πάνω) από ένα ημιτόνιο, 3/4 του τόνου και 5/4 του τόνου (2/4 + 3/4 + 5/4)· Στο μαλακό χρωματικό τα διαστήματα ήταν (πάλι από κάτω προς τα πάνω): 1/3 τόνου, 1/3 τόνου και 1+1/2 τόνου πλέον 1/3, δηλ. σε δωδέκατα 4/12 + 4/12 + 22/12. Το θέμα της μαλακής χρόας συζητείται λεπτομερειακά στα λήμματα διάτονον διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" και χρωματικόν χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο.. Ως επίθετο η λέξη μαλακός χρησιμοποιούνταν με τη σημασία μουσικής που είναι κάπως θηλυπρεπής, ή υστερεί σε ανδροπρεπή χαρακτήρα. Το ρήμα μαλάσσω (αττ. μαλάττω) στη μουσική σήμαινε χαμηλώνω, χαλαρώνω· Πλούτ. (Περί μουσ. 1145 D, 49): "μαλάττουσι γαρ αεί τας λιχανούς και τας παρανήτας" (γιατί πάντα χαμηλώνουν τις χορδές [νότες] λιχανούς λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης 2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό. Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος. και παρανήτες παρανήτη, η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω. Στο επτάχορδο και στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η νότα που αντιστοιχούσε με το do. Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο οκτάχορδο σύστημα η νότα sol (στο τετράχορδο υπερβολαίων) και η νότα re (στο τετράχορδο διεζευγμένων).).
σύντονος, τεντωμένος, ψηλός, οξύς. (α) Μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος· βλ. λ. διάτονον διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" γένος. Ο όρος σύντονος χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος· βλ. λ. χρωματικόν χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. γένος.
(β) Ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)· π.χ. σύντονος αρμονία αρμονία, γενική σημασία της λέξης: σύνδεση, συναφή. 1. Σύμφωνα με τους παλιούς θεωρητικούς σήμαινε την ογδόη και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στην ογδόη ή μέσα σ' ένα σύστημα με τα μέρη του συνδεμένα έτσι που να σχηματίζουν ένα τέλειο σύνολο. Συνήθως αναφέρονται επτά αρμονίες. Μετά την εποχή του Αριστόξενου, ο όρος δια πασών αντικατέστησε τον όρο αρμονία σε πολλά κείμενα 2. Στην εποχή του Αριστόξενου και κατόπιν ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά με τη σημασία "εναρμόνιο γένος", μαζί με τον όρο εναρμόνιος, μη χαλαρή αρμονία.
Βλ. λ. χαλαρός χαλαρός, ένας όρος που απαντά ιδιαίτερα στον Πλάτωνα· αρμονία χαλαρά· όχι σύντονος· θηλυπρεπής ως προς το ήθος..
χειρουργία, εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα. Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).
υπάτη, (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών. Ο Αριστείδης λέει: "υπάτη δε υπάτων, ότι του πρώτου τετραχόρδου πρώτη τίθεται· το γαρ πρώτον ύπατον εκάλουν οι παλαιοί" (η υπάτη υπατών ήταν η πρώτη νότα του πρώτου τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. [του χαμηλότερου], γιατί οι αρχαίοι έλεγαν ύπατο το πρώτο).
Βλ. λ. ονομασία ονομασία, η χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων. Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· αργότερα τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Εκτός από την "κατά θέσιν" ονομασία, υπήρχε για κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομασία σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν")..
μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. και η αντίστοιχη χορδή της λύρας λύρα, έγχορδο, "κατεξοχήν" εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα. Κατά τον μύθο, επινοήθηκε από τον Ερμή. Αρχικά είχε τρεις ή τέσσερις χορδές, για μια μακρά περίοδο όμως είχε επτά, ενώ πολλοί μουσικοί προσέθεσαν κι άλλες. Πιστεύεται πως το δεξί χέρι έπαιζε με πλήκτρο, ενώ το αριστερό με τα δάχτυλα. Το κούρδισμα της λύρας (και της κιθάρας) είναι ενα θέμα που δεν έχει οριστικά ξεκαθαριστεί. ή της κιθάρας κιθάρα, έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα. Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές.:
Στο οκτάχορδο σύστημα ήταν η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. ή η ψηλότερη νότα του πρώτου τετράχορδου παρμένου από κάτω προς τα πάνω:
Το τετράχορδο που αρχίζει (σε κατιούσα μορφή) με τη μέση: la - sol - fa - mi ή που καταλήγει στη μέση, όταν ανεβαίνει, mi - fa - sol - la, λεγόταν τετράχορδο μέσων. Η μέση κρατούσε το όνομά της και στα Τέλεια Συστήματα, στα οποία δεν ήταν πάντα η κεντρική νότα (στο Σύστημα Τέλειον Μείζον ήταν όμως η κεντρική νότα). Στην αρμονία των σφαιρών αρμονία των σφαιρών, σύμφωνα με μιαν αντίληψη που αποδίδεται στη Σχολή των Πυθαγορείων, το σύνολο των (μη αντιληπτών από εμάς) μουσικών ήχων που παράγουν οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται, αποτελεί την "αρμονία των σφαιρών". Στην αντίληψη αυτή κάθε απόσταση ανάμεσα σε πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος αντιστοιχούσε κάποιο μουσικό διάστημα. μέση ήταν εκείνη που αντιστοιχούσε προς τον Ήλιο.
νήτη, ή νεάτη· η ψηλότερη νότα ή χορδή· η χορδή που βρισκόταν πιο κοντά στον εκτελεστή, (α) Στην επτάχορδη κλίμακα ήταν η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και (β) στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· (γ) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο νήτες, η νήτη υπερβολαίων (la) και η νήτη διεζευγμένων (mi).
Σημείωση: νήτη (=κατώτατη) ονομαζόταν έτσι, γιατί παραγόταν από τη χορδή που ήταν τοποθετημένη πιο κοντά στον εκτελεστή. Ο Αριστείδης (Mb 11, R.P.W.-I. 8) γράφει: "νήτη, τουτέστιν εσχάτη· νέατον γαρ εκάλουν το έσχατον οι παλαιοί" (νήτη, δηλ. η εσχάτη, γιατί οι αρχαίοι ονόμαζαν νέατον το έσχατο).
Βλ. λ. ονομασία ονομασία, η χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων. Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· αργότερα τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Εκτός από την "κατά θέσιν" ονομασία, υπήρχε για κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομασία σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν"). και Ε.Μ. 598, 7.
υπερβολαίων, τετράχορδον· το ψηλότερο τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο Σύστημα Τέλειον Αμετάβολον (βλ. λ. σύστημα σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο.): Οι νότες του τετράχορδου υπερβολαίων, από κάτω προς τα πάνω, ονομάζονταν: τρίτη τρίτη, η χορδή ή νότα που ήταν τρίτη από τη νήτη (προς τα κάτω). Στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η τρίτη συνημμένων (si ύφ.) και στο Σύστημα Τέλειον Μείζον η τρίτη υπερβολαίων (fa) και η τρίτη διεζευγμένων (do). υπερβολαίων (fa), παρανήτη παρανήτη, η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω. Στο επτάχορδο και στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η νότα που αντιστοιχούσε με το do. Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο οκτάχορδο σύστημα η νότα sol (στο τετράχορδο υπερβολαίων) και η νότα re (στο τετράχορδο διεζευγμένων). υπερβολαίων (sol) και νήτη νήτη, 1. η χορδή που βρισκόταν πιo κοντά στον εκτελεστή (νήτη = κατώτατη). 2. η ψηλότερη νότα ή χορδή. Στην επτάχορδη κλίμακα η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· υπερβολαίων (la). Η νότα (mi), χαμηλότερη νότα του τετράχορδου υπερβολαίων και ψηλότερη (πρώτη) του τετράχορδου διεζευγμένων, ονομαζόταν νήτη διεζευγμένων.
σημείον, στη μουσική, σημείο μουσικής γραφής· μουσικό σημείο. Βλ. λ. παρασημαντική παρασημαντική, μουσική γραφή, σημειογραφία. Οι Έλληνες είχαν δύο συστήματα γραφής, ένα για την οργανική και ένα άλλο για τη φωνητική μουσική. Χάρη στην Εισαγωγή Μουσική του Αλύπιου, η ελληνική σημειογραφία έχει διασωθεί.. Σημείο λεγόταν και ο μικρότερος χρόνος χρόνος, στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. στην αρχαία μετρική μετρική, η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα.· η χρονική μονάδα· η βραχεία συλλαβή.
ιαμβικόν, (α) το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου πυθικός νόμος, ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα: πείρα, κατακελευσμός, ιαμβικόμ σπονδείον, καταχόρευσις. Αποτέλεσε το πρότυπο για τον αντίστοιχο κιθαριστικό νόμο., κατά το οποίο γίνεται ο αγώνας (η πάλη) ανάμεσα στον Απόλλωνα και το δράκοντα. Στο μέρος αυτό ο αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια. έπρεπε να μιμηθεί τα σαλπίσματα και το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα (τον λεγόμενο "οδοντισμό"). Ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 84) γράφει γι' αυτό το μέρος: "εν δε τω ιαμβικώ μάχεται [ο Απόλλων], εμπερείληφε δε το ιαμβικόν και τα σαλπιστικά κρούσματα και τον οδοντισμόν". (β) ιαμβικόν, ως επίθετο, σήμαινε εκείνο που αποτελούνταν από ίαμβους ίαμβος, 1. σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας. 2. μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι, 3. ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -). 4. ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα, το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου, που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα., π.χ. ιαμβικόν μέτρον. ιαμβικόν γένος· το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.
μέτρον, (α) Κατά τον Αριστείδη Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. (Περί μουσ. Mb 49) μέτρον είναι ένα σύστημα ποδών πους, η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους. συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Διαφέρει από το ρυθμό ως μέρος (ή συστατικά μέρη) προς σύνολο. Παράγει τη λέξη από το ρήμα μείρω, που σημαίνει διαιρώ, και αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά: το δακτυλικό, το αναπαιστικό, το ιαμβικό, το τροχαϊκό, το χοριαμβικό, το αντισπαστικό, δύο ιωνικά και το παιονικό (βλ. λ. πους πους, η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους.). Τα μέτρα που έχουν τον τελευταίο τους πόδα πλήρη ονομάζονται ακατάληκτα ή ολόκληρα· εκείνα των οποίων ο τελευταίος πόδας είναι ασυμπλήρωτος (δεν είναι πλήρης) ονομάζονται καταληκτικά. Στη δεύτερη περίπτωση η συλλαβή που λείπει αντικαθίσταται από ένα λείμμα λείμμα, το υπόλοιπο. Στη μουσική: 1. όρος, με τον οποίο οι Πυθαγόρειοι δήλωναν το μικρό ("έλαττον") ημιτόνιο. 2. η μικρότερη σιωπή (παύση) και σημειωνόταν με το γράμμα Λ. (Λ· βλ. λ. και παρασημαντική παρασημαντική, μουσική γραφή, σημειογραφία. Οι Έλληνες είχαν δύο συστήματα γραφής, ένα για την οργανική και ένα άλλο για τη φωνητική μουσική. Χάρη στην Εισαγωγή Μουσική του Αλύπιου, η ελληνική σημειογραφία έχει διασωθεί.). (β) Τον όρο μέτρον συναντούμε και με τη σημασία του ποσού, μέτρου των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας. Ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. Στοιχ. ΙΙ, 50, 31 Mb): "το δε λοιπόν [του πυκνού] δύο μέτροις μετρείται" (το υπόλοιπο [το συμπλήρωμα του πυκνού] μετριέται με δύο ποσά [δύο μέτρα]). (γ) Στην ορχηστική όρχησις, χορός. ορχηστική· η τέχνη του χορού. κάθε βήμα λεγόταν μέτρο, μια κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής.
Βιβλιογραφία: R. Westphal, Scriptores Metrici Graeci, τόμ. Ι, Λιψία 1966· Ηφαιστίωνος, Εγχειρίδιον περί μέτρων, σσ. 3-77· Λογγίνου του Φιλοσόφου, Προλεγόμενα εις το του Ηφαιστίωνος Εγχειρίδιον, σσ. 81-94 και Schol. σσ. 95-226. Wilamowitz-Mollendorf, Griechische Verkunst, Βερολίνο 1921. W. Ι. W. Koster, Traite de metrique grecque, 3η έκδ., Leyden 1962 Paul Maas, Greek Metre, μτφρ. Hugh Lloyd-Jones, Οξφόρδη 1962. Amy M. Dale, The Lyric Metres of Greek Drama 2, Cambridge 1968.
μετρική, η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα. Πρβ. τα λ. μέτρον μέτρον, 1. ένα σύστημα ποδών συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Ο Αριστείδης αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά. 2. το ποσό, το μέτρο των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας. 3. στην όρχηση, κάθε βήμα ή κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. και ρυθμοποιία ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη υποδιαιρείται "στη λήψη, με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις μίξις, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό.), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς"..
αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Ενώ η κιθαρωδία κιθαρωδία, τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Χρειαζόταν γι' αυτό μονάχα ένας εκτελεστής, ο τραγουδιστής και κιθαριστής μαζί, που, σχεδόν πάντα, ήταν και ο συνθέτης. χρειαζόταν μόνον έναν εκτελεστή (που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα), στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός αυλωδός, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού.) και ο αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.· ο πιο σημαντικός από τους δύο ήταν ο αυλωδός, που έπαιρνε και το βραβείο στους διαγωνισμούς. Συνήθως το μέρος του αυλού δινόταν σ' ένα Φρύγα αυλητή· ο Αλκμάν Αλκμάν, (7ος αι. π.Χ.)· λυρικός (μελικός) ποιητής και συνθέτης. Χοροδιδάσκαλος και ιδρυτής της σπαρτιατικής κλασικής σχολής (στιλ) του χορωδιακού τραγουδιού, συνέθετε ύμνους, παρθένια κτλ. για τις δημόσιες γιορτές. Πολλοί στίχοι του έχουν διασωθεί. χρησιμοποιούσε τρεις Φρύγες σκλάβους ως αυλητές, που ονομάζονταν Σάμβας, ’δων και Τήλος, και ο Ιππώναξ άλλους τρεις, που λέγονταν Κίων, Κώδαλος και Βάβυς. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 624Β, 18.
Η αυλωδία δεν έγινε ποτέ τόσο δημοφιλής όσο η κιθαρωδία. Κατά τον Παυσανία (Γ, 7, 5-4) η αυλωδία εισάχθηκε μαζί με την αυλητική αυλητική, η τέχνη του αυλητή, του αυλού (της εκτέλεσης στον αυλό). Από τον 6ο π.Χ. αι. εξελίχτηκε σε σημαντική και ανεξάρτητη, καθαρά μουσική τέχνη, και εισάγεται στα Πύθια το 586 π.Χ. και έφτασε στην κορύφωσή της τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. με ένα μεγάλο αριθμό διάσημων εκτελεστών. από τους Αμφικτίονες κατά τον τρίτο χρόνο της 48ης 'Ολυμπιάδας (586 π.Χ.), αλλά αποσύρθηκε γρήγορα.
αυλοτρύπης, εκείνος που έκανε τις τρύπες του αυλού αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί.. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 23: "οι αυλοτρύπαι". Βλ. Πολυδ. IV, 71, και λ. τρήμα τρήμα, τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του αυλού..
αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Μόνο του ή σε συνδυασμό με τη φωνή ή με έγχορδα όργανα, ιδιαίτερα την κιθάρα κιθάρα, έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα. Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές., έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Χρησιμοποιούνταν σε πολλές τελετές, κυρίως στις τελετές προς τιμήν του Διόνυσου, σε πομπές, στο δράμα, στους εθνικούς Αγώνες, στα συμπόσια· συνόδευε τους περισσότερους χορούς (θρησκευτικούς, κοινωνικούς, λαϊκούς), ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (βλ. λ. τριηραύλης τριηραύλης, (τριήρης+αυλός)· αυλητής που με το παίξιμό του ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών) και το βήμα των στρατιωτών (βλ. λ. εμβατήριον μέλος εμβατήριον, εμβατήριο· τραγούδι που συνόδευε και ρύθμιζε το βήμα των στρατιωτών. Φαίνεται πως η μελωδία παιζόταν στον αυλό, ενώ τα λόγια τα απάγγελλαν. Ονομαζόταν επίσης και ενόπλιον μέλος.).
Ιστορία. Η καταγωγή του αυλού δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με πολλές αρχαίες πηγές, ήρθε από τη Μικρά Ασία και, ειδικά, από τη Φρυγία. Το όνομα του αυλού (ως μουσικού οργάνου) εμφανίζεται δύο φορές στην Ιλιάδα, την πρώτη ως όργανο των Τρώων (Κ 12-13): "θαύμαζεν [Αγαμέμνων] πυρά πολλά τα καίετο Ιλιόθι προ, αυλών, συριγγών τ' ένοπήν ιμαδόν τ' ανθρώπων" ("τις πλήθιες τις φωνές θαυμάζουνταν [ο Αγαμέμνων], που ομπρός στο κάστρο ανάβαν, και της φλογέρας [του αυλού] τα λαλήματα, και των αντρών το μούγκρος"· μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή). Τη δεύτερη φορά, μαζί με φόρμιγγες φόρμιγξ, μια παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Ηταν, πιθανώς, το πιο αρχαίο έγχορδο όργανο στα χέρια των αοιδών. Θεωρούνταν ιερό όργανο, όπως φανερώνουν πολλά επίθετα που της αποδόθηκαν από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Εμφανίζεται σε παραστάσεις αγγείων, συνήθως, με τέσσερις χορδές (είχε τρεις έως πέντε), μολονότι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για επτάχορδες φόρμιγγες. (Σ 494-495), στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα: "κούροι δ' ορχηστήρες εν δ' άρα τοίσιν αυλοί, φόρμιγγες τε βοήν έχον" (κι οι νέοι στριφογύριζαν στο χορό κι ανάμεσά τους αυλοί και φόρμιγγες ηχούσαν). Μια από τις πιο παλιές πηγές για την προέλευση του αυλού είναι ίσως το Πάριο Χρονικό Πάριον, Πάριον Χρονικόν ή Μάρμαρον. μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα, του μυθικού πρώτου βασιλιά των Αθηνών, μέχρι του Διόδμητου. Περιέχει, ανάμεσα σε άλλα, σε χρονολογική σειρά, σημαντικά γεγονότα σχετικά με την ιστορία και εξέλιξη της λογοτεχνίας, της μουσικής και του δράματος, την καθιέρωση των εθνικών αγώνων, των ποιητικών και μουσικών διαγωνισμών με τα ονόματα των νικητών και των πιο αξιόλογων ανδρών των γραμμάτων και της μουσικής. (ή Μάρμαρο), που λέει (στ. 10, εκδ. F. Jacoby) ότι "ο Φρύγας Ύαγνις Ύαγνις, μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας. Του αποδιδόταν η εφεύρεση του αυλού (μονού και διπλού) και της αυλητικής τέχνης. πρώτος εφεύρε τον αυλό στις Κελαινές [της Φρυγίας] και έπαιξε σ' αυτόν τη φρυγική αρμονία φρύγιος, 1. αρμονία· το οκτάχορδο re - do - si - la - sol - fa - mi - re (στο διατονικό γένος). Όπως αναφέρει ο Αθήναιος η φρυγική και η λυδική αρμονία έγιναν γνωστές στους Έλληνες από τους "βαρβάρους" (ξένους) Φρύγες και Λυδούς, που συνόδευσαν τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο. Έγινε, κατεξοχήν, η αρμονία των διθυράμβων. Θεωρούνταν κατάλληλη για μουσική προς τιμήν του Διόνυσου, επειδή ενέπνεε ενθουσιασμό. 2. τόνος· ο έκτος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και όγδοος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.". Σύμφωνα με το συγγραφέα Αλέξανδρο, στο βιβλίο του Συναγωγή (Συλλογή) των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5), ο Ύαγνις ήταν ο πρώτος που έπαιξε τον αυλό [που αύλησε] ("Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι") και έπειτα από αυτόν ο γιος του Μαρσύας Μαρσύας, μυθικός βοσκός και μουσικός, γιος του Ύαγνι. Σύμφωνα με κάποιον μύθο, ήταν ο εφευρέτης του αυλού. Ανταγωνίστηκε και έχασε σε μουσικό αγώνα με τον Απόλλωνα, ο οποίος τον έγδαρε. και κατόπι ο Όλυμπος Όλυμπος, όνομα πολλών μουσικών και ποιητών της αρχαίας Ελλάδας. 1. Μυθικός, περισσότερο, μουσικός από τη Φρυγία, μαθητής του Μαρσύα, που ανήκει στην τριάδα (Ύαγνις, Μαρσύας και Όλυμπος) της φρυγικής μουσικής. Κατά τον Αριστόξενο, πολλοί μουσικοί πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ο εφευρέτης του εναρμόνιου γένους και δημιουργός του αρμάτειου νόμου, του νόμου της Αθηνάς, του πολυκέφαλου νόμου και των θρηνητικών νόμων. 2. ο νεώτερος, από τη Μυσία της Μ. Ασίας (επονομαζόμενος Μυσός)· τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ. (1133F, 7). Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τον αυλό τον εφεύρε η θεά Αθηνά, αλλά βλέποντας στην αντανάκλαση των νερών ότι το πρόσωπό της παραμορφωνόταν, τον πέταξε μακριά· ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας. Αυτή η παράδοση, που τείνει να καθιερώσει την ελληνική καταγωγή του αυλού, δημιουργήθηκε πιθανότατα αργότερα από το μύθο του αγώνα Απόλλωνα-Μαρσύα (βλ. Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7· Πίνδ. 12ος Πυθιόνικος και Α.Β. Drachmann, Schol. Pind. Carm., Λιψία 1910, σ. 265). Το πιο πιθανό, οπωσδήποτε, είναι ότι ο αυλός υπό κάποια μορφή ήταν γνωστός στην Ελλάδα από την πιο μακρινή εποχή, αλλά η αυλητική τέχνη εξελίχτηκε με την επίδραση και την ώθηση των αυλητών από τη Φρυγία.
Κατασκευή. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας (ο βόμβυξ βόμβυξ, 1. ο σωλήνας, το κύριο σώμα του αυλού. 2. στον πληθ. βόμβυκες ονομάζονταν τα "κλειδιά", ή "δαχτυλίδια", που αντιστοιχούσαν στις τρύπες του αυλού και χρησίμευαν στο να τις ανοιγοκλείνουν 3. ο ίδιος ο αυλός 4. η βαθύτερη (χαμηλότερη) νότα που παράγει ο αυλός με όλες τις τρύπες κλειστές, δηλ. με ολόκληρο το μήκος της αέρινης στήλης.), σε σχήμα κυλινδρικό, που κατέληγε καμιά φορά στην άκρη σε έναν ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο μικρό "κώδωνα" (καμπάνα). Ο σωλήνας κατασκευαζόταν από καλάμι ή από πυξάρι ή ξύλο λωτού, από κόκαλο ελαφιού, κέρατο, ελεφαντόδοντο ή κατεργασμένο χαλκό, και είχε τρύπες που λέγονταν τρήματα τρήμα, τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του αυλού. ή τρυπήματα· ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 71) λέει: "Η δε ύλη των αυλών κάλαμος, ή χαλκός, ή πύξος ή λωτός ή κέρας ή οστούν ελάφου ή δάφνης της χαμαιζήλου, την εντεριώνην αφηρημένος". Οι πρώτοι αυλοί είχαν τέσσερις ή και τρεις τρύπες ακόμα. Αργότ&
αυλητική, η τέχνη του αυλητή αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια., του αυλού αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. (της εκτέλεσης στον αυλό). Στην αρχή οι αυλητές συνόδευαν το τραγούδι (αυλωδία αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός) και ο αυλητής.), που εκτελούσε ο αυλωδός αυλωδός, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού.. Το λειτούργημα του αυλητή στη μακρινή εκείνη εποχή ήταν δευτερεύουσας σημασίας· στους διαγωνισμούς ήταν ο αυλωδός που στεφανωνόταν, και όχι ο αυλητής (Αθήν. ΙΔ', 621Β. 14: "και το στεφάνι της νίκης δίδεται στον ιλαρωδό και στον αυλωδό, ούτε στον "ψάλτη ψαλτήρ, κιθαριστής που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο)." [εκτελεστή εγχόρδου οργάνου], ούτε στον αυλητή"). Οι πρώτοι συνοδοί αυλητές ήρθαν από τη Φρυγία και Μυσία (Αθήν. 624Β, 18) και είχαν ονόματα σκλάβων· ένας αριθμός τους δίνεται στον Αθήναιο (βλ. τα ονόματα στο λ. αυλωδία αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός) και ο αυλητής.). Οι Φρύγες αυλητές συνέβαλαν πάρα πολύ στην ανάπτυξη της αυλητικής τέχνης, η οποία από τον 6ο π.Χ. αι. εξελίχτηκε σε σημαντική και ανεξάρτητη, καθαρά μουσική τέχνη. Τον τρίτο χρόνο της 48ης Ολυμπιάδας (586 π.Χ.) η αυλητική εισάγεται για πρώτη φορά στους διαγωνισμούς στα Πύθια, στους Δελφούς. Ο Σακάδας Σακάδας, (7ος/6ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης από το ’ργος, που τοποθετείται ανάμεσα στην αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν αυλωδός και συνέθεσε ελεγείες, αλλά κατόπι στράφηκε προς την αυλητική τέχνη. Ο Σακάδας απέκτησε μεγάλη δόξα, γιατί καθιέρωσε στα Πύθια τον λεγόμενο πυθικό νόμο, που το πρώτο είδος προγραμματικής μουσικής, που περιγράφει την πάλη του θεού Απόλλωνα με τον δράκοντα Πύθωνα. Ήταν επίσης εφευρέτης του τριμελούς (ή τριμερούς) νόμου., ο πιο φημισμένος αυλητής και συνθέτης της εποχής του, ήταν ο πρώτος νικητής με τον περίφημο πυθικό του νόμο πυθικός νόμος, ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα: πείρα, κατακελευσμός, ιαμβικόμ σπονδείον, καταχόρευσις. Αποτέλεσε το πρότυπο για τον αντίστοιχο κιθαριστικό νόμο.· ο Σακάδας νίκησε επίσης στα δύο επόμενα Πύθια. Η Σχολή του ’ργους, μετά τον Σακάδα, και αργότερα η Σχολή της Θήβας, συνέβαλαν ιδιαίτερα στην εξάπλωση και στην άνθηση της αυλητικής τέχνης, που έφτασε στην κορύφωσή της τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. με ένα μεγάλο αριθμό διάσημων εκτελεστών. Σημείωση: Ο Πίνδαρος Πίνδαρος, (περ. 522-446 π.Χ.)· γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, και πέθανε στο ’ργος. Ο πιο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας· σπούδασε μουσική αρχικά με τον πατέρα του Δαΐφαντο και τον θείο του Σκοπελίνο, και αργότερα με τον Λάσο τον Ερμιονέα. Συνέθεσε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, εγκώμια, θρήνους και πάνω απ' όλα επίνικους. Ως μουσικός παρέμεινε συντηρητικός, πιστός στην παράδοση, μένοντας αδιάφορος στις καινοτομίες της εποχής του. Το απλό και συγκρατημένο κλασικό ύφος (στιλ) του είχε γενική απήχηση στους Έλληνες. στον 12ο Πυθιόνικο (στ. 11-13) αναφέρεται στη συμβολή της Αθηνάς στην επινόηση της αυλητικής τέχνης: "τάν ποτε Παλλάς εφεύρε θρασειάν [Γοργόνων] ούλιον θρήνον διαπλέξαισ' Αθάνα" (η τέχνη που εφεύρε η Παλλάδα Αθηνά, όταν έπλεκε σε μουσική τον ολέθριο θρήνο των Γοργόνων).
αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας· ονομαζόταν επίσης αυλητήρ αυλητήρ, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.
αυλητήρ, εκτελεστής αυλού, συνώνυμο του αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.. Νόνν. Διον. (40, 224): "και Φρύγες αυλητήρες ανέπλεκον άρσενα μολπήν" (και Φρύγες αυλητές ύφαιναν μιαν αρρενωπή μελωδία). Και ο Θέογνις (Ε. Diehl, Τ., 1925, σ. 144, στ. 533) μεταχειρίζεται τον όρο αυλητήρ: "χαίρων δ' εύ πίνων και υπ' αυλητήρος αείδων" (χαίρω [απολαμβάνω] καλοπίνοντας και τραγουδώντας με συνοδεία ενός αυλητή). Και ο Αρχίλοχος (FHG ΙΙ, 718, απόσπ. 123 [106]): "...αδων υπ' αυλητήρος" (τραγουδώντας συνοδευόμενος από αυλητή).