Keresés

Részletes keresés

spiroslyra Creative Commons License 2008.07.26 0 0 566

Arisztoxenosz (Tarentum,Kr. e. IV. század – ?,?) Görög bölcselő

Életéről keveset tudunk. Dél-itáliai szülővárosaábol egészen fiatalon utazott Görögországba, s Mantineában, majd Athénban fejezte be tanulmányait. Filozófiát Arisztotelésztől tanult, érdeklődésének speciális tárgya azonban a zeneelmélet és a görög ritmika volt, ezekben a témakörökben ő az egész ókor legjelentősebb teoretikusa.

Terjedelmes – a hagyomány szerint 453 tekercsre írt- munkásságából csak töredékek maradtak fenn. Főművében, a „Harmonia sztoikheia”-ban (A harmónia elemei) a régi pithagoreus zeneelmélet hagyományait fejleszti tovább, s a dalköltészet történetére és a költemények előadási módjára vonatkozóan tartalmaz fontos adatokat. (Említést tesz például Terpandrosz híres héthúrú lantjáról).

Az utókor nagy tisztelettel övezte, művét Plutarkhosz is forrásul használta a zenéről írott értekezésében.

Forrás

* Ókori Lexikon I–VI. kötet, szerk. PECZ Vilmos, Franklin Társulat, Budapest 1904.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.25 0 0 565

είδος, "είδος τετραχόρδου"· το σχήμα, η φόρμα που παίρνει ένα τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. με τη διάταξη των συστατικών του μερών. Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 18 Mb) λέει ότι υπάρχουν τρία είδη τετάρτης ("του δια τεσσάρων τρία είδη"), δηλ. (α) εκείνο στο οποίο το πυκνόν πυκνόν, στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο εναρμόνιο και στο χρωματικό γένος. βρίσκεται στο κατώτερο μέρος, (β) εκείνο στο οποίο μία δίεση δίεσις, για τον Θέωνα τον Σμυρναίο, το τέταρτο του τόνου. Για του Πυθαγόρειους το ημιτόνιο. για πολλούς άλλους συγγραφείς η λ. δίεξη χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Υπήρχαν διαφορετικές διέσεις στα τρία γένη. βρίσκεται σε κάθε πλευρά του διτόνου και (γ) εκείνο στο οποίο το πυκνόν βρίσκεται επάνω από το δίτονον δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. (ΙΙΙ, 74, 19 κέ.).
Ο Αριστόξενος (ΙΙΙ, 74, 11 Mb) επίσης θεωρεί τον όρο είδος συνώνυμο του όρου σχήμα σχήμα, φόρμα, μορφή.
Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή.
Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορού· στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες, οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση.
Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματος· ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου ή συστήματος γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του.: "διαφέρει δ' ημίν ουδέν είδος λέγειν ή σχήμα, φέρομεν γαρ αμφότερα τα ονόματα ταύτα επί το αυτό" (για μας οι λέξεις είδος και σχήμα δεν διαφέρουν διόλου, επομένως χρησιμοποιούμε και τους δύο όρους για το ίδιο φαινόμενο). "Το του συστήματος είδος" = το σχήμα του συστήματος (III, 69, 16).
Ο όρος είδος συναντάται και με τη σημασία του στιλ· Πλούτ. Περί μουσ. 1110Ε, 27: "το της διαφθοράς είδος" (το στιλ της παρακμής).

spiroslyra Creative Commons License 2008.07.25 0 0 564

σχήμα, φόρμα, μορφή. Στο θέατρο, σχήμα λεγόταν ο χαρακτήρας που εκφραζόταν από έναν υποκριτή. Στην όρχηση, μια φιγούρα του χορού· στον πληθυντικό, σχήματα λέγονταν οι χειρονομίες χειρονομία, 1. παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης· χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις.
2. είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της., οι παντομιμικές κινήσεις των χεριών κατά την εκτέλεση. Στη μουσική, είχε τη σημασία ενός μελωδικού σχήματος· ήταν η φόρμα ενός τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. ή συστήματος σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. γενικά ως προς τη διαρρύθμιση των διαστημάτων ή μερών του. Έτσι, το σχήμα ένος δωρικού τετράχορδου διαφέρει από το σχήμα ένος φρυγικού τετράχορδου. Στη ρυθμοποιία ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη υποδιαιρείται "στη λήψη, με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις μίξις, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό.), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς"., ήταν η μορφή, ένος μέτρου (ιαμβικό, αναπαιστικό κτλ.). Για διάφορα μελωδικά σχήματα, βλ. στο λ. πρόκρουσις-πρόληψις πρόκρουσις-πρόληψις, 1. πρόκρουσις· η μετάβαση από μια χαμηλότερη νότα σε μια ψηλότερη, σε οργανική μελωδία. Μπορούσε να γίνει είτε άμεσα (με διάστημα δευτέρας) είτε έμμεσα (με πήδημα 3ης, 4ης ή 5ης).
2. πρόληψις· το αντίστοιχο σε φωνητική μελωδία..

Πρβ. Ανών . (Bell. 2 και 4) και Μαν. Βρυέν. Αρμον. III.

http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_s.php?lang=el&id=986&q=%F3%F7%DE%EC%E1
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.25 0 0 563

οδός, στη μουσική χρησιμοποιούνταν με τη σημασία της πορείας, της κίνησης από ένα ορισμένο σημείο προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ο Αριστόξενος (Αρμ. Στοιχ. III, 66, 27-28 Mb) λέει σχετικά: "Από δε του διτόνου δύο μεν οδοί επί το οξύ, μία δ' επί το βαρύ" (Από το δίτονο δίτονον, διάστημα που περιέχει δύο τόνους. υπάρχουν δύο [δυνατές] κινήσεις, μία προς τα πάνω και μία προς τα κάτω).
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.25 0 0 562

δίτονα
ὀξυτέρῳ
πυκνὸν
βαρύ
ἐκμελοῦς
ἑξῆς
ἁρμονίᾳ
χρώματι
τονιαῖα
ἐμμελὴς
τόνον
φθόγγος
συμφωνεῖν
τετάρτῳ
διὰ τεσσάρων
πέμπτῳ
διὰ πέντε
ἐκμελῆ
ἐναρμόνιος
λιχανὸς
χρωματικὴ
μαλακοῦ χρώματος
ἡμιολίου
γένος,
ἁρμονίᾳ
χρώματι
διατόνῳ
ἡμιτονιαῖα
χρῶμα
ἀσυνθέτων
ἁπλῶς
Πυκνὸν
συναφῇ
Τόνος
διτόνῳ
ἡμιτόνιον
ὁδοὶ
μέσης
λιχανοῦ
χρόαν
γενῶν
παραμέσης
τρίτης.
ἄπειρα
πάθος
μουσικῇ
τάσεις
περὶ μέλος
δυνάμεις
εἴδη
θέσεις
διάζευξιν
συστήματος
εἶδος
συναφήν
συναμφότεραι
διαζεύξεως
χρόαν
εἰρημένων
χρώματι
ἁρμονίᾳ
πυκνοῦ
περιέχοντες
ἀσύνθετα,
διαφορὰν
ἀνόμοιοι φθόγγοι
τάσεως
ἴσα
ἄνισα
ὑπάτης
παρυπάτης
λιχανοῦ
σχῆμα
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.25 0 0 561

Aristoxenus Mus. : Elementa harmonica : Page 80, line 3

Δύο δὲ δίτονα ἑξῆς οὐ τεθήσεται. τιθέσθω γάρ·
ἀκολουθήσει δὴ τῷ μὲν ὀξυτέρῳ διτόνῳ πυκνὸν ἐπὶ τὸ
βαρύ, ὀξύτατος γὰρ ἦν πυκνοῦ ὁ ἐπὶ τὸ βαρὺ ὁρίζων τὸ
δίτονον· τῷ δὲ βαρυτέρῳ διτόνῳ ἐπὶ τὸ ὀξὺ ἀκολουθή-
σει πυκνόν, βαρύτατος γὰρ ἦν πυκνοῦ ὁ ἐπὶ τὸ ὀξὺ ὁρί-
ζων τὸ δίτονον. τούτου δὲ συμβαίνοντος δύο πυκνὰ ἑξῆς
τεθήσεται· τούτου δὲ ἐκμελοῦς ὄντος ἐκμελὲς ἔσται καὶ τὰ
δύο δίτονα ἑξῆς τίθεσθαι.
Ἐν ἁρμονίᾳ δὲ καὶ χρώματι δύο τονιαῖα ἑξῆς οὐ τε-
θήσεται. τιθέσθω γὰρ ἐπὶ τὸ ὀξὺ πρῶτον· ἀναγκαῖον δὴ
εἴπερ ἐστὶν ἐμμελὴς ὁ τὸν προστεθέντα τόνον ὁρίζων
φθόγγος ἐπὶ τὸ ὀξὺ συμφωνεῖν ἤτοι τῷ τετάρτῳ τῶν ἑξῆς
διὰ τεσσάρων ἢ τῷ πέμπτῳ διὰ πέντε· μηδετέρου <δὲ>
τούτων αὐτῷ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον ἐκμελῆ εἶναι. ὅτι
δ' οὐ συμβήσεται φανερόν· ἐναρμόνιος μὲν γὰρ οὖσα ἡ
λιχανὸς τέσσαρας τόνους ἀπὸ τοῦ προσληφθέντος ἀφέξει
φθόγγος τέταρτος ὤν, χρωματικὴ δ' εἴτε μαλακοῦ χρώμα-
τος εἴθ' ἡμιολίου μεῖζον ἀφέξει διάστημα τοῦ διὰ πέντε,
τονιαίου δὲ γενομένη διὰ πέντε συμφωνήσει τῷ προσλη-
φθέντι φθόγγῳ. οὐκ ἔδει δέ γε, ἀλλ' ἤτοι τὸν τέταρτον
διὰ τεσσάρων συμφωνεῖν ἢ τὸν πέμπτον διὰ πέντε. τού-
των δ' οὐδέτερον γίγνεται, ὥστε φανερὸν ὅτι ἐκμελὴς ἔσται
ὁ τὸν προσληφθέντα τόνον ὁρίζων φθόγγος ἐπὶ τὸ ὀξύ.
ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ τιθέμενον τὸ δεύτερον τονιαῖον διάτονον
ποιήσει τὸ γένος, ὥστε δῆλον ὅτι ἐν ἁρμονίᾳ καὶ χρώ-
ματι οὐ τεθήσεται δύο τονιαῖα ἑξῆς.
Ἐν διατόνῳ δὲ τρία τονιαῖα ἑξῆς τεθήσεται, πλείω
δ' οὔ· ὁ γὰρ τὸ τέταρτον τονιαῖον ὁρίζων φθόγγος οὔτε
τῷ τετάρτῳ διὰ τεσσάρων οὔτε τῷ πέμπτῳ διὰ πέντε
συμφωνήσει.
Ἐν τῷ αὐτῷ δὲ γένει τούτῳ δύο ἡμιτονιαῖα ἑξῆς οὐ
τεθήσεται. τιθέσθω γὰρ πρῶτον ἐπὶ τὸ βαρὺ τοῦ ὑπάρ-
χοντος ἡμιτονίου τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον· συμβαίνει δὴ
τὸν ὁρίζοντα φθόγγον τὸ προστεθὲν ἡμιτόνιον μήτε τῷ
τετάρτῳ διὰ τεσσάρων συμφωνεῖν μήτε τῷ πέμπτῳ διὰ
πέντε. οὕτω μὲν οὖν ἐκμελὴς ἔσται τοῦ ἡμιτονιαίου ἡ θέ-
σις. ἐὰν δ' ἐπὶ τὸ ὀξὺ τεθῇ τοῦ ὑπάρχοντος, χρῶμα ἔσται,
ὥστε δῆλον ὅτι ἐν διατόνῳ δύο ἡμιτονιαῖα οὐ τεθήσεται
ἑξῆς. —ποῖα μὲν οὖν τῶν ἀσυνθέτων δύναται ἴσα ἑξῆς
τίθεσθαι καὶ πόσα τὸν ἀριθμὸν καὶ ποῖα τοὐναντίον πέπον-
θεν ἁπλῶς οὐ δυνάμενα τίθεσθαι ἴσα ὄντα ἑξῆς, δέδεικται·
περὶ δὲ τῶν ἀνίσων νῦν λεκτέον.
Πυκνὸν μὲν οὖν πρὸς διτόνῳ καὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ καὶ ἐπὶ
τὸ ὀξὺ τίθεται. δέδεικται γὰρ ἐν τῇ συναφῇ ἐναλλὰξ τι-
θέμενα ταῦτα τὰ διαστήματα, ὥστε δῆλον ὅτι ἑκάτερον
ἑκατέρου καὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ καὶ ἐπὶ τὸ ὀξὺ τεθήσεται.
Τόνος δὲ πρὸς διτόνῳ ἐπὶ τὸ ὀξὺ μόνον τίθεται. τι-
θέσθω γὰρ ἐπὶ τὸ βαρύ· συμβήσεται δὴ πίπτειν ἐπὶ τὴν
αὐτὴν τάσιν ὀξύτατόν τε πυκνοῦ καὶ βαρύτατον, ὁ μὲν
γὰρ τὸ δίτονον ἐπὶ τὸ βαρὺ ὁρίζων ὀξύτατος ἦν πυκνοῦ,
ὁ δὲ τὸν τόνον ἐπὶ τὸ ὀξὺ βαρύτατος. τούτων δὲ πιπτόν-
των ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν ἀναγκαῖον δύο πυκνὰ τίθεσθαι.
τούτου δ' ἐκμελοῦς ὄντος ἀναγκαῖον καὶ τόνον ἐπὶ τὸ βαρὺ
διτονιαίου ἐκμελῆ εἶναι.
Τόνος δὲ πρὸς πυκνῷ ἐπὶ τὸ βαρὺ μόνον τίθεται.
τιθέσθω γὰρ ἐπὶ τοὐναντίον· συμβήσεται δὴ τὸ αὐτὸ
πάλιν ἀδύνατον, ἐπὶ γὰρ τὴν αὐτὴν τάσιν ὀξύτατός τε
πυκνοῦ πεσεῖται καὶ βαρύτατος, ὥστε δύο πυκνὰ τίθεσθαι
ἑξῆς. τούτου δ' ὄντος ἐκμελοῦς ἀναγκαῖον καὶ τὴν τόνου
θέσιν τὴν ἐπὶ τὸ ὀξὺ τοῦ πυκνοῦ ἐκμελῆ εἶναι.
Ἐν διατόνῳ δὲ τόνου ἐφ' ἑκάτερα ἡμιτόνιον οὐ μελῳ-
δεῖται. συμβήσεται γὰρ μήτε τοὺς τετάρτους τῶν ἑξῆς
διὰ τεσσάρων συμφωνεῖν μήτε τοὺς πέμπτους διὰ πέντε.
Δύο δὲ τόνων ἢ τριῶν ἡμιτόνιον ἐφ' ἑκάτερα μελῳδεῖ-
ται· συμφωνήσουσι γὰρ ἢ οἱ τέταρτοι διὰ τεσσάρων ἢ
οἱ πέμπτοι διὰ πέντε. [ἀπὸ ἡμιτονίου μὲν ἐπὶ τὸ ὀξὺ δύο
ὁδοὶ καὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ δύο.] ἀπὸ δὲ τοῦ διτόνου δύο μὲν
ἐπὶ τὸ ὀξύ, μία δ' ἐπὶ τὸ βαρύ. δέδεικται γὰρ ἐπὶ μὲν τὸ
ὀξὺ πυκνὸν τεθειμένον καὶ τόνος, πλείους δὲ τούτων οὐκ
ἔσονται ὁδοὶ ἀπὸ τοῦ εἰρημένου διαστήματος ἐπὶ τὸ ὀξὺ
[ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ πυκνὸν μόνον], λείπεται μὲν γὰρ τῶν
ἀσυνθέτων τὸ δίτονον μόνον· δύο δὲ δίτονα ἑξῆς οὐκέτι
τίθεται. ὥστε δῆλον ὅτι δύο μόναι ὁδοὶ ἔσονται ἀπὸ τοῦ
διτόνου ἐπὶ τὸ ὀξύ· ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ μία· δέδεικται γάρ,
ὅτι οὔτε δίτονον πρὸς διτόνῳ τεθήσεται οὔτε τόνος ἐπὶ
τὸ βαρὺ διτόνου, ὥστε λείπεται τὸ πυκνόν. φανερὸν δὴ
ὅτι ἀπὸ διτόνου ἐπὶ μὲν τὸ ὀξὺ δύο ὁδοί, ἡ μὲν ἐπὶ τὸν τόνον
ἡ δ' ἐπὶ τὸ πυκνόν, ἐπὶ δὲ τὸ βαρὺ μία, ἡ ἐπὶ τὸ πυκνόν.
Ἀπὸ πυκνοῦ δ' ἐναντίως ἐπὶ μὲν τὸ βαρὺ δύο ὁδοί,
ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ μία. δέδεικται γὰρ ἀπὸ πυκνοῦ ἐπὶ τὸ βαρὺ
δίτονον τεθειμένον καὶ τόνος· τρίτη δ' οὐκ ἔσται ὁδός,
λείπεται μὲν γὰρ τῶν ἀσυνθέτων τὸ πυκνόν, δύο δὲ πυκνὰ
ἑξῆς οὐ τίθεται· ὥστε δῆλον ὅτι δύο μόναι ὁδοὶ ἔσονται
ἀπὸ πυκνοῦ ἐπὶ τὸ βαρύ, ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ μία <ἡ> ἐπὶ τὸ
δίτονον· οὔτε γὰρ πυκνὸν πρὸς πυκνῷ τίθεται οὔτε τό-
νος ἐπὶ τὸ ὀξὺ πυκνοῦ, ὥστε λείπεται τὸ δίτονον. φανε-
ρὸν δὴ ὅτι ἀπὸ πυκνοῦ ἐπὶ μὲν τὸ βαρὺ δύο ὁδοί, ἥ τε
ἐπὶ <τὸν> τόνον καὶ ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον, ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ μία,
ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον.
Ἀπὸ δὲ τόνου μία ἐφ' ἑκάτερα ὁδός, ἐπὶ μὲν τὸ βαρὺ
ἐπὶ τὸ δίτονον, ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ ἐπὶ τὸ πυκνόν. ἐπὶ μὲν τὸ
βαρὺ δέδεικται ὅτι οὔτε τόνος τίθεται οὔτε πυκνόν, ὥστε
λείπεται τὸ δίτονον· ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ δέδεικται ὅτι οὔτε τόνος
τίθεται οὔτε δίτονον, ὥστε λείπεται τὸ πυκνόν. φανερὸν
δὴ ὅτι ἀπὸ τόνου μία ἐφ' ἑκάτερα ὁδός, ἐπὶ μὲν τὸ βαρὺ
ἐπὶ τὸ δίτονον, ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ ἐπὶ τὸ πυκνόν.
Ὁμοίως δ' ἕξει καὶ ἐπὶ τῶν χρωμάτων πλὴν τό τε
μέσης καὶ λιχανοῦ διάστημα μεταλαμβάνεται ἀντὶ διτόνου
τὸ γιγνόμενον καθ' ἑκάστην χρόαν καὶ τὸ τοῦ πυκνοῦ
μέγεθος. ὁμοίως δ' ἕξει καὶ ἐπὶ τῶν διατόνων· ἀπὸ γὰρ τοῦ
κοινοῦ τόνου τῶν γενῶν μία ἔσται ἐφ' ἑκάτερα ὁδός, ἐπὶ
μὲν τὸ βαρὺ ἐπὶ τὸ μέσης καὶ λιχανοῦ διάστημα ὅ τι ἄν
ποτε τυγχάνῃ ὂν καθ' ἑκάστην χρόαν τῶν διατόνων, ἐπὶ
δὲ τὸ ὀξὺ ἐπὶ τὸ παραμέσης καὶ τρίτης.
Ἤδη δέ τισι καὶ τοῦτο τὸ πρόβλημα παρέσχε πλά-
νην· θαυμάζουσι γὰρ πῶς οὐχὶ τοὐναντίον συμβαίνει·
ἄπειροι γάρ τινες αὐτοῖς φαίνονται εἶναι ὁδοὶ ἐφ' ἑκάτερα
τοῦ τόνου, ἐπειδήπερ τοῦ τε μέσης καὶ λιχανοῦ διαστή-
ματος ἄπειρα μεγέθη φαίνονται εἶναι τοῦ τε πυκνοῦ
ὡσαύτως. πρὸς δὴ ταῦτα πρῶτον μὲν τοῦτ' ἐλέχθη, ὅτι
οὐδὲν μᾶλλον ἐπὶ τούτου τοῦ προβλήματος ἐπιβλέψειεν ἄν
τις τοῦτο ἢ ἐπὶ τῶν προτέρων. δῆλον γὰρ ὅτι καὶ τῶν
ἀπὸ τοῦ πυκνοῦ τὴν ἑτέραν τῶν ὁδῶν ἄπειρα μεγέθη
συμβήσεται λαμβάνειν καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ διτόνου [δ'] ὡ-
σαύτως [ὡς]· τό τε γὰρ τοιοῦτον διάστημα οἷον τὸ μέ-
σης καὶ λιχανοῦ ἄπειρα λαμβάνει μεγέθη τό τε τοιοῦτον
οἷον τὸ πυκνὸν ταὐτὸ πάσχει πάθος τῷ ἔμπροσθεν εἰρη-
μένῳ διαστήματι, ἀλλ' ὅμως οὐδὲν ἧττον ἀπό τε τοῦ πυ-
κνοῦ δύο γίγνονται ὁδοὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ καὶ ἀπὸ τοῦ διτόνου
ἐπὶ τὸ ὀξύ, ὡσαύτως δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ τόνου μία γίγνεται
ἐφ' ἑκάτερα ὁδός. καθ' ἑκάστην γὰρ χρόαν ἐφ' ἑκάστου
γένους ληπτέον ἐστὶ τὰς ὁδούς· δεῖ γὰρ ἕκαστον τῶν ἐν
τῇ μουσικῇ καθ' ὃ πεπέρασται κατὰ τοῦτο τιθέναι τε καὶ
τάττειν εἰς τὰς ἐπιστήμας, εἰ δ' ἄπειρόν ἐστιν ἐᾶν. κατὰ
μὲν οὖν τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων καὶ τὰς τῶν φθόγ-
γων τάσεις ἄπειρά πως φαίνεται εἶναι τὰ περὶ μέλος, κατὰ
δὲ τὰς δυνάμεις καὶ κατὰ τὰ εἴδη καὶ κατὰ τὰς θέσεις
πεπερασμένα τε καὶ τεταγμένα. εὐθέως οὖν ἀπὸ τοῦ πυ-
κνοῦ αἱ ὁδοὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ τῇ τε δυνάμει καὶ τοῖς εἴδεσιν
ὡρισμέναι τ' εἰσὶ καὶ δύο μόνον τὸν ἀριθμόν, ἡ μὲν γὰρ
κατὰ τόνον εἰς διάζευξιν ἄγει τὸ τοῦ συστήματος εἶδος, ἡ
δὲ κατὰ θάτερον διάστημα, ὅ τι δήποτ' ἔχει μέγεθος, εἰς
συναφήν. δῆλον δ' ἐκ τούτων ὅτι καὶ ἀπὸ τοῦ τόνου μία
τ' ἔσται ἐφ' ἑκάτερα ὁδὸς καὶ ἑνὸς εἴδους συστήματος αἰτίαι
αἱ συναμφότεραι ὁδοί, τῆς διαζεύξεως. ὅτι δ' ἄν τις μὴ
κατὰ μίαν χρόαν ἑνὸς γένους ἐπιχειρῇ τὰς ἀπὸ τῶν δια-
στημάτων ὁδοὺς ἐπισκοπεῖν ἀλλ' ἅμα κατὰ πάσας ἁπάντων
τῶν γενῶν εἰς ἀπειρίαν ἐμπεσεῖται, φανερὸν ἔκ τε τῶν εἰρη-
μένων καὶ ἐξ αὐτοῦ τοῦ πράγματος.
Ἐν χρώματι δὲ καὶ ἁρμονίᾳ πᾶς φθόγγος πυκνοῦ
μετέχει. πᾶς μὲν γὰρ φθόγγος ἐν τοῖς εἰρημένοις γένεσιν
ἤτοι πυκνοῦ μέρος ὁρίζει ἢ τόνον ἤ τι τοιοῦτον οἷον τὸ
μέσης καὶ λιχανοῦ διάστημα. οἱ μὲν οὖν τὰ τοῦ πυκνοῦ
μέρη ὁρίζοντες οὐδὲν δέονται λόγου, φανεροὶ γάρ εἰσι πυκνοῦ
μετέχοντες· οἱ δὲ τὸν τόνον περιέχοντες ἐδείχθησαν ἔμπρο-
σθεν πυκνοῦ βαρύτατοι ὄντες ἀμφότεροι· τῶν δὲ τὸ λοιπὸν
διάστημα περιεχόντων ὁ μὲν βαρύτερος ὀξύτατος ἐδείχθη
πυκνοῦ ὁ δ' ὀξύτερος βαρύτατος. ὥστ' ἐπειδὴ τοσαῦτα
μέν ἐστι μόνα τὰ ἀσύνθετα, ἕκαστον δ' αὐτῶν ὑπὸ τοιού-
των φθόγγων περιέχεται ὧν ἑκάτερος πυκνοῦ μετέχει, δῆλον
ὅτι πᾶς φθόγγος ἐν ἁρμονίᾳ καὶ χρώματι πυκνοῦ μετέχει.
Ὅτι δὲ τῶν ἐν πυκνῷ κειμένων φθόγγων τρεῖς εἰσι
χῶραι, ῥᾴδιον συνιδεῖν, ἐπειδήπερ πρὸς πυκνῷ οὔτε πυκνὸν
τίθεται οὔτε πυκνοῦ μέρος. δῆλον γὰρ ὅτι διὰ ταύτην τὴν
αἰτίαν οὐκ ἔσονται πλείους τῶν εἰρημένων χῶραι φθόγγων.
Ὅτι δὲ ἀπὸ μόνου τοῦ βαρυτάτου δύο ὁδοί εἰσιν
ἐφ' ἑκάτερα, ἀπὸ δὲ τῶν λοιπῶν μία ὁδὸς ἐφ' ἑκάτερα, δει-
κτέον. ἦν δὲ δεδειγμένον ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, ὅτι <ἀπὸ πυκνοῦ
ἐπὶ τὸ βαρὺ δύο ὁδοί εἰσιν, ἡ μὲν ἐπὶ τὸν τόνον ἡ δ' ἐπὶ
τὸ δίτονον. ἔστι δὲ τὸ> ἀπὸ πυκνοῦ δύο ὁδοὺς εἶναι τὸ
αὐτὸ τῷ ἀπὸ τοῦ βαρυτάτου τῶν ἐν τῷ πυκνῷ κειμένων
δύο ὁδοὺς ἐπὶ τὸ βαρὺ εἶναι, οὗτος γάρ ἐστιν ὁ περαίνων
τὸ πυκνόν· ἐδέδεικτο οὖν ὅτι ἀπὸ διτόνου ἐπὶ τὸ ὀξὺ δύο
ὁδοί εἰσιν, ἡ μὲν ἐπὶ τὸν τόνον ἡ δ' ἐπὶ τὸ πυκνόν· ἔστι
δὲ τὸ ἀπὸ διτόνου δύο ὁδοὺς εἶναι τὸ αὐτὸ τῷ ἀπὸ τοῦ
ὀξυτέρου τῶν τὸ δίτονον ὁριζόντων δύο ὁδοὺς ἐπὶ τὸ ὀξὺ
εἶναι, οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ὁρίζων τὸ δίτονον βαρύτατος
ὢν πυκνοῦ, ἐδέδεικτο γὰρ καὶ τοῦτο. ὥστ' εἶναι δῆλον, ὅτι
ἀπὸ τοῦ εἰρημένου φθόγγου δύο ὁδοὶ ἐφ' ἑκάτερα ἔσονται.
Ὅτι δ' ἀπὸ τοῦ ὀξυτάτου μία ὁδὸς ἐφ' ἑκάτερα, δεικ-
τέον. ἐδέδεικτο δ' ὅτι ἀπὸ πυκνοῦ ἐπὶ τὸ ὀξὺ μία ὁδός
ἐστιν, οὐδὲν δὲ διαφέρει λέγειν ἀπὸ πυκνοῦ μίαν ὁδὸν εἶναι
ἐπὶ τὸ ὀξὺ ἢ ἀπὸ τοῦ περαίνοντος αὐτὸ φθόγγου διὰ τὴν
εἰρημένην αἰτίαν ἐπὶ τῶν ἔμπροσθεν. δέδεικται δ' ὅτι καὶ
ἀπὸ διτόνου μία ὁδός ἐστιν ἐπὶ τὸ βαρύ, οὐδὲν δὲ διαφέ-
ρει λέγειν ἀπὸ διτόνου μίαν ὁδὸν εἶναι ἐπὶ τὸ βαρὺ ἢ
ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος αὐτὸ φθόγγου διὰ τὴν προειρημένην
αἰτίαν· δῆλον δὲ ὅτι καὶ ὁ αὐτός ἐστι φθόγγος ὅ τε
τὸ δίτονον ἐπὶ τὸ βαρὺ ὁρίζων καὶ ὁ τὸ πυκνὸν ἐπὶ
τὸ ὀξὺ ὀξύτατος ὢν πυκνοῦ. ὥστ' εἶναι φανερὸν ἐκ
τούτων, ὅτι μία ὁδὸς ἐφ' ἑκάτερα ἔσται ἀπὸ τοῦ εἰρημένου
φθόγγου.
Ὅτι δὲ καὶ ἀπὸ τοῦ μέσου μία ὁδὸς ἐφ' ἑκάτερα ἔσται,
δεικτέον. ἐπεὶ τοίνυν ἀναγκαῖον μὲν τῶν τριῶν ἀσυνθέ-
των ἕν τι <πρὸς> τῷ εἰρημένῳ φθόγγῳ τίθεσθαι, ὑπάρχει
δὲ αὐτοῦ κειμένη δίεσις ἐφ' ἑκάτερα, δῆλον ὅτι οὔτε δίτονον
τεθήσεται πρὸς αὐτῷ κατ' οὐδέτερον τῶν τόπων οὔτε
τόνος. διτόνου γὰρ οὕτω τιθεμένου ἤτοι βαρύτατος πυ-
κνοῦ ἢ ὀξύτατος πεσεῖται ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν τῷ εἰρη-
μένῳ φθόγγῳ μέσῳ ὄντι πυκνοῦ, ὥστε γίγνεσθαι τρεῖς
διέσεις ἑξῆς ὁποτέρως ἂν τεθῇ τὸ δίτονον τῶν τόπων·
τόνου <δέ> τεθειμένου τὸ αὐτὸ συμβήσεται, βαρύτατος
γὰρ πυκνοῦ πεσεῖται ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν μέσῳ πυκνοῦ,
ὥστε τρεῖς διέσεις ἑξῆς τίθεσθαι. τούτων δ' ἐκμελῶν ὄντων
δῆλον ὅτι μία ὁδὸς ἐφ' ἑκάτερα ἔσται ἀπὸ τοῦ εἰρημένου
φθόγγου. ὅτι μὲν οὖν ἀπὸ <τοῦ βαρυτάτου> τῶν φθόγγων
τῶν ἐν πυκνῷ κειμένων δύο ἐφ' ἑκάτερα ἔσονται ὁδοὶ ἀπὸ
δὲ τῶν λοιπῶν ἑκατέρου μία ἐφ' ἑκάτερα ἔσται ὁδός, φανερόν.
Ὅτι δ' οὐ τεθήσονται δύο φθόγγοι ἀνόμοιοι κατὰ τὴν
τοῦ πυκνοῦ μετοχὴν ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν ἐμμελῶς, δει-
κτέον. τιθέσθω γὰρ πρῶτον ὅ τ' ὀξύτατος καὶ ὁ βαρύτα-
τος ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν· συμβήσεται δὴ τούτου γιγνο-
μένου δύο πυκνὰ ἑξῆς τίθεσθαι. τούτου δ' ἐκμελοῦς ὄντος
ἐκμελὲς τὸ πίπτειν <ἐπὶ τὴν αὐτὴν τάσιν τοὺς κατὰ ταύτην
τὴν διαφορὰν ἀνομοίους> ἐν πυκνῷ φθόγγους. δῆλον δ' ὅτι
οὐδ' οἱ κατὰ τὴν λειπομένην διαφορὰν ἀνόμοιοι φθόγγοι τῆς
αὐτῆς τάσεως ἐμμελῶς κοινωνήσουσι· τρεῖς γὰρ ἀναγκαῖον
τίθεσθαι διέσεις ἑξῆς, ἐάν τ' ὁ βαρύτατος ἐάν τ' ὁ ὀξύτατος
τῷ μέσῳ τῆς αὐτῆς μετάσχῃ τάσεως.
Ὅτι δὲ τὸ διάτονον σύγκειται ἤτοι ἐκ δυοῖν ἢ τριῶν
ἢ τεσσάρων ἀσυνθέτων, δεικτέον. ὅτι μὲν οὖν ἐκ τοσού-
των πλείστων ἀσυνθέτων ἕκαστον τῶν γενῶν συνεστηκός
ἐστιν <ὅσα> ἐν τῷ διὰ πέντε, δέδεικται πρότερον· ἔστι δὲ
ταῦτα τέσσαρα τὸν ἀριθμόν. ἐὰν οὖν τῶν τεσσάρων τὰ
μὲν τρία ἴσα γένηται τὸ δὲ <τέταρτον> ἄνισον—<τοῦτο
δὲ> γίγνεται ἐν τῷ συντονωτάτῳ διατόνῳ—, δύο ἔσται
μεγέθη μόνα ἐξ ὧν τὸ διάτονον συνεστηκὸς ἔσται. ἐὰν
δὲ τὰ μὲν δύο ἴσα τὰ δὲ δύο ἄνισα τῆς παρυπάτης ἐπὶ
τὸ βαρὺ κινηθείσης, τρία ἔσται μεγέθη ἐξ ὧν τὸ διάτονον
γένος συνεστηκὸς ἔσται, τό τ' ἔλαττον ἡμιτονίου καὶ τό-
νος καὶ τὸ μεῖζον τόνου. ἐὰν δὲ πάντα τὰ τοῦ διὰ πέντε
μεγέθη ἄνισα γένηται, τέσσαρα ἔσται μεγέθη <ἐξ ὧν> τὸ
εἰρημένον γένος ἔσται συνεστηκός. ὥστ' εἶναι φανερὸν ὅτι
τὸ διάτονον ἤτοι ἐκ δυοῖν ἢ τριῶν ἢ τεσσάρων ἀσυνθέ-
των σύγκειται.
Ὅτι δὲ <τὸ> χρῶμα καὶ ἡ ἁρμονία ἤτοι ἐκ τριῶν ἢ
ἐκ τεσσάρων σύγκειται, δεικτέον. ὄντων δὲ τῶν μὲν <τοῦ>
διὰ πέντε ἀσυνθέτων τεσσάρων τὸν ἀριθμὸν ἐὰν μὲν τὰ
τοῦ πυκνοῦ μέρη ἴσα ᾖ, τρία ἔσται μεγέθη ἐξ ὧν τὰ εἰ-
ρημένα γένη συνεστηκότα ἔσται, τό τε τοῦ πυκνοῦ μέρος
ὅ τι ἂν ᾖ καὶ τόνος καὶ τὸ τοιοῦτον οἷον μέσης καὶ λι-
χανοῦ διάστημα. ἐὰν δὲ τὰ τοῦ πυκνοῦ μέρη ἄνισα ᾖ, τέσ-
σαρα ἔσται μεγέθη ἐξ ὧν τὰ εἰρημένα γένη συνεστηκότα
ἔσται, ἐλάχιστον μὲν τὸ τοιοῦτον οἷον τὸ ὑπάτης καὶ παρυ-
πάτης, δεύτερον δ' οἷον τὸ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ, τρίτον
δὲ τόνος, τέταρτον δὲ τὸ τοιοῦτον οἷον τὸ μέσης καὶ λιχανοῦ.
Ἤδη δέ τις ἠπόρησε διὰ τί οὐκ ἂν καὶ ταῦτα τὰ γένη
ἐκ δύο ἀσυνθέτων εἴη συνεστηκότα ὥσπερ καὶ τὸ διάτονον.
φανερὸν δὴ τίς ἐστι παντελῶς καὶ ἐπιπολῆς ἡ αἰτία τοῦ
μὴ γίγνεσθαι τοῦτο· τρία γὰρ ἀσύνθετα ἴσα ἑξῆς ἐν ἁρ-
μονίᾳ μὲν καὶ χρώματι οὐ τίθεται, ἐν διατόνῳ δὲ τίθεται.
διὰ ταύτην δὴ τὴν αἰτίαν τὸ διάτονον μόνον ἐκ δύο ἀσυν-
θέτων συντίθεταί ποτε.
Μετὰ δὲ ταῦτα λεκτέον τί ἐστι καὶ ποία τις ἡ κατ' εἶ-
δος διαφορά· διαφέρει δ' ἡμῖν οὐδὲν εἶδος λέγειν ἢ σχῆ-
μα, φέρομεν γὰρ ἀμφότερα τὰ ὀνόματα ταῦτα ἐπὶ τὸ αὐτό.
γίγνεται δ' ὅταν τοῦ αὐτοῦ μεγέθους ἐκ τῶν αὐτῶν ἀσυν-
θέτων συγκειμένου καὶ μεγέθει καὶ ἀριθμῷ ἡ τάξις αὐτῶν
ἀλλοίωσιν λαβῇ.
Τούτου δ' οὕτως ἀφωρισμένου τοῦ διὰ τεσσάρων ὅτι
τρία εἴδη, δεικτέον. πρῶτον μὲν οὖν οὗ τὸ πυκνὸν ἐπὶ τὸ
βαρύ, δεύτερον δ' οὗ δίεσις ἐφ' ἑκάτερα τοῦ διτόνου κεῖται,
τρίτον δ' οὗ τὸ πυκνὸν ἐπὶ τὸ ὀξὺ τοῦ διτόνου. ὅτι δ' οὐκ
ἐνδέχεται πλεοναχῶς τεθῆναι τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων μέρη
πρὸς ἄλληλα ἢ τοσαυταχῶς, ῥᾴδιον συνιδεῖν.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.24 0 0 560

ακαριαίος, τόπος τόπος, μια θέση μέσα στην έκταση της φωνής. Ο καθορίζει τρεις "περιοχές της φωνής· ψηλή, μεσαία και χαμηλή". Ο Ανώνυμος του Bellermann καθορίζει τέσσερις: υπατοειδή, μεσοειδή, νητοειδή και υπερβολαιοειδή.· ένας πολύ μικρός, ανεπαίσθητος τόπος (θέση), μέσα στον οποίο μπορεί να κινηθούν τα άκρα των συμφωνιών συμφωνία, 1. συμφωνία· το ταίριασμα δύο φθόγγων, συμφωνία (με την έννοια όχι της συνήχησης, αλλά της καλής αρμονικής σχέσης μεταξύ δύο φθόγγων). Οι συμφωνίες που αναγνώριζαν οι Έλληνες ήταν η καθαρή τετάρτη, η καθαρή πέμπτη, η ογδόη (δια πασών), και τα σύνθετα της ογδόης με κάποια από αυτές.
2. σύνολο οργάνων.
3. το όνομα ενός κρουστού οργάνου (είδος μικρού ταμπουρίνου).. Αριστόξ. (ΙΙ, 55, 3-8 Mb): "Όταν εξετάζουμε τα μεγέθη των διαστημάτων βρίσκουμε πως οι συμφωνίες είτε δεν έχουν καθόλου τόπο παραλλαγής... ή έχουν έναν εντελώς ανεπαίσθητο".

http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_s.php?lang=el&id=25&q=%E1%EA%E1%F1%E9%E1%DF%EF%F2
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.24 0 0 559

ἑξῆς
ἁπλῶς
ἑξῆς
καταπύκνωσιν
συνεχές
ἀγωγῆς
ἑξῆς
διέσεων
συνείρειν
ἐλαχίστοις
ἀνίσοις
διαστήμασιν
συνθέσεις
ἐπαγωγῆς
μελῳδοῦντες
μελῳδίας
περιέχοντες φθόγγοι
παρανήτη
ἐμμελεῖς
βαρὺ
ὀξὺ
τέταρτον
διὰ τεσσάρων
πέμπτον
διὰ πέντε
σύμφωνον
ἐκμελὴς
ἀσυμφώνῳ
εἰρημένους
ἐμμελῶς
φθόγγων
συστήματα
ἡρμοσμένον
τετραχόρδων
συμφωνεῖν
σύμφωνον
συστήματος
διαστηματικῶν μεγεθῶν
τόπον
ἀκαριαῖόν
διαφώνων
αἴσθησις
λῆψις ἡ διὰ συμφωνίας.
δίτονον
διτόνου
ἄκρους
διὰ πασῶν
συνῆπται
διέζευκται
σχῆμα
διάζευξιν
συνημμένα
διεζευγμένα
συνεχῆ
ἀνόμοιον
ὁμοίων
μέση
λιχανός
παρυπάτη,
ἀκίνητος
Πυκνὸν
ἐκμελεῖς
περιέχοντες
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.24 0 0 558
Aristoxenus Mus. : Elementa harmonica : Page 66, line 1

Μετὰ δὲ ταῦτα δεικτέον περὶ τοῦ ἑξῆς ὑποτυπώσαντες
πρῶτον αὐτὸν τὸν τρόπον καθ' ὃν ἀξιωτέον τὸ ἑξῆς
ἀφορίζειν. ἁπλῶς μὲν οὖν εἰπεῖν κατὰ τὴν τοῦ μέλους φύ-
σιν ζητητέον τὸ ἑξῆς καὶ οὐχ ὡς οἱ εἰς τὴν καταπύκνωσιν
βλέποντες εἰώθασιν ἀποδιδόναι τὸ συνεχές. ἐκεῖνοι μὲν γὰρ
ὀλιγωρεῖν φαίνονται τῆς τοῦ μέλους ἀγωγῆς, φανερὸν δ' ἐκ
τοῦ πλήθους τῶν ἑξῆς τιθεμένων διέσεων· [οὐ γὰρ διὰ το-
σούτων δυνηθείη τις ἂν] μέχρι γὰρ τριῶν ἡ φωνὴ δύναται
συνείρειν· ὥστ' εἶναι φανερὸν ὅτι τὸ ἑξῆς οὔτ' ἐν τοῖς ἐλα-
χίστοις οὔτ' ἐν τοῖς ἀνίσοις οὔτ' ἐν <τοῖς> ἴσοις ἀεὶ ζητη-
τέον διαστήμασιν, ἀλλ' ἀκολουθητέον τῇ φύσει. τὸν μὲν
οὖν ἀκριβῆ λόγον τοῦ ἑξῆς οὔπω ῥᾴδιον ἀποδοῦναι, ἕως
ἂν αἱ συνθέσεις τῶν διαστημάτων ἀποδοθῶσιν· ὅτι δ' ἔστι
τι ἑξῆς καὶ τῷ παντελῶς ἀπείρῳ φανερὸν γένοιτ' ἂν διὰ
τοιᾶσδέ τινος ἐπαγωγῆς. πιθανὸν γὰρ τὸ μηδὲν εἶναι διά-
στημα ὃ μελῳδοῦντες εἰς ἄπειρα τέμνομεν, ἀλλ' εἶναί τινα
μέγιστον ἀριθμὸν εἰς ὃν διαιρεῖται τῶν διαστημάτων ἕκα-
στον ὑπὸ τῆς μελῳδίας. εἰ δὲ τοῦτό φαμεν ἤτοι πιθανὸν
ἢ καὶ ἀναγκαῖον εἶναι, δῆλον ὅτι οἱ <τοῦ> προειρημένου
ἀριθμοῦ μέρη περιέχοντες φθόγγοι ἑξῆς ἀλλήλων ἔχονται.
δοκοῦσι δ' εἶναι <τοιούτων> τῶν φθόγγων καὶ οὗτοι οἷς
τυγχάνομεν ἐκ παλαιοῦ χρώμενοι οἷον ἡ ν<ήτη καὶ> ἡ
παρανήτη καὶ οἱ τούτοις συνεχεῖς.
Ἐχόμενον δ' ἂν εἴη τὸ ἀφορίσαι τὸ πρῶτον καὶ ἀναγ-
καιότατον τῶν συντεινόντων πρὸς τὰς ἐμμελεῖς συνθέσεις
τῶν διαστημάτων. ἐν παντὶ δὲ γένει ἀπὸ παντὸς φθόγγου
διὰ τῶν ἑξῆς τὸ μέλος ἀγόμενον καὶ ἐπὶ τὸ βαρὺ καὶ ἐπὶ τὸ
ὀξὺ ἢ τὸν τέταρτον τῶν ἑξῆς διὰ τεσσάρων ἢ τὸν πέμπτον
διὰ πέντε σύμφωνον λαμβανέτω, ᾧ δ' ἂν μηδέτερα τούτων
συμβαίνῃ, ἐκμελὴς ἔστω οὗτος πρὸς ἅπαντας οἷς συμβέβηκεν
ἀσυμφώνῳ εἶναι κατὰ τοὺς εἰρημένους ἀριθμούς. οὐ δεῖ
δ' ἀγνοεῖν, ὅτι οὐκ ἔστιν αὔταρκες τὸ εἰρημένον πρὸς τὸ
ἐμμελῶς συγκεῖσθαι τὰ συστήματα ἐκ τῶν διαστημάτων·
οὐδὲν γὰρ κωλύει συμφωνούντων τῶν φθόγγων κατὰ τοὺς
εἰρημένους ἀριθμοὺς ἐκμελῶς τὰ συστήματα συνιστάναι, ἀλλὰ
τούτου μὴ ὑπαρχόντος οὐδὲν ἔτι γίγνεται τῶν λοιπῶν
ὄφελος. θετέον οὖν τοῦτο πρῶτον εἰς ἀρχῆς τάξιν οὗ μὴ
ὑπαρχόντος ἀναιρεῖται τὸ ἡρμοσμένον. ὅμοιον δ' ἐστὶ τού-
τῳ τρόπον τινὰ καὶ <τὸ> περὶ τὰς τῶν τετραχόρδων πρὸς
ἄλληλα θέσεις· δεῖ γὰρ τοῖς τοῦ αὐτοῦ συστήματος τε-
τραχόρδοις ἐχομένοις δυοῖν θάτερον ὑπάρχειν, ἢ γὰρ συμ-
φωνεῖν πρὸς ἄλληλα, ὥσθ' ἕκαστον ἑκάστῳ σύμφωνον εἶναι
καθ' ἣν δήποτε τῶν συμφωνιῶν, <ἢ> πρὸς τὸ αὐτὸ συμ-
φωνεῖν μὴ ἐπὶ τὸν αὐτὸν τόπον συνεχῆ ὄντα ᾧ συμφωνεῖ
ἑκάτερον αὐτῶν. ἔστι δ' οὐδὲ τοῦτο αὔταρκες πρὸς τὸ
εἶναι τοῦ αὐτοῦ συστήματος τὰ τετράχορδα, προσδεῖται
γάρ τινων καὶ ἑτέρων περὶ ὧν ἐν τοῖς ἔπειτα ῥηθήσεται,
ἀλλ' ἄνευ γε τούτου πάντα γίγνεται τὰ λοιπὰ ἄχρηστα.
Ἐπεὶ δὲ τῶν διαστηματικῶν μεγεθῶν τὰ μὲν τῶν
συμφώνων ἤτοι ὅλως οὐκ ἔχειν δοκεῖ τόπον ἀλλ' ἑνὶ με-
γέθει ὡρίσθαι, ἢ παντελῶς ἀκαριαῖόν τινα, τὰ δὲ τῶν
διαφώνων πολλῷ ἧττον τοῦτο πέπονθε καὶ διὰ ταύτας
τὰς αἰτίας πολὺ μᾶλλον τοῖς τῶν συμφώνων μεγέθεσι
πιστεύει ἡ αἴσθησις ἢ τοῖς τῶν διαφώνων· ἀκριβεστάτη
δ' ἂν εἴη διαφώνου διαστήματος λῆψις ἡ διὰ συμφωνίας.
ἐὰν μὲν οὖν προσταχθῇ πρὸς τῷ δοθέντι φθόγγῳ λαβεῖν
ἐπὶ τὸ βαρὺ τὸ διάφωνον οἷον δίτονον ἢ ἄλλο τι τῶν
δυνατῶν ληφθῆναι διὰ συμφωνίας, ἐπὶ τὸ ὀξὺ ἀπὸ τοῦ
δοθέντος φθόγγου ληπτέον τὸ διὰ τεσσάρων, εἶτ' ἐπὶ τὸ
βαρὺ τὸ διὰ πέντε, εἶτα πάλιν ἐπὶ τὸ ὀξὺ τὸ διὰ τεσ-
σάρων, εἶτ' ἐπὶ τὸ βαρὺ τὸ διὰ πέντε. καὶ οὕτως ἔσται τὸ
δίτονον ἀπὸ τοῦ ληφθέντος φθόγγου εἰλημμένον τὸ ἐπὶ
τὸ βαρύ. ἐὰν δ' ἐπὶ τοὐναντίον προσταχθῇ λαβεῖν τὸ
διάφωνον, ἐναντίως ποιητέον τὴν τῶν συμφώνων λῆψιν.
γίγνεται δὲ καὶ ἐὰν ἀπὸ συμφώνου διαστήματος τὸ διά-
φωνον ἀφαιρεθῇ διὰ συμφωνίας καὶ τὸ λοιπὸν διὰ συμ-
φωνίας εἰλημμένον· ἀφαιρείσθω γὰρ τὸ δίτονον ἀπὸ τοῦ
διὰ τεσσάρων <διὰ> συμφωνίας· δῆλον δὴ ὅτι οἱ τὴν ὑπερ-
οχὴν περιέχοντες ᾗ τὸ διὰ τεσσάρων ὑπερέχει τοῦ διτό-
νου διὰ συμφωνίας ἔσονται πρὸς ἀλλήλους εἰλημμένοι·
ὑπάρχουσι μὲν γὰρ οἱ τοῦ διὰ τεσσάρων ὅροι σύμφωνοι·
ἀπὸ δὲ τοῦ ὀξυτέρου αὐτῶν λαμβάνεται φθόγγος σύμ-
φωνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ διὰ τεσσάρων, ἀπὸ δὲ τοῦ ληφθέντος
ἕτερος ἐπὶ τὸ βαρὺ διὰ πέντε, <εἶτα πάλιν ἐπὶ τὸ ὀξὺ διὰ
τεσσάρων,> εἶτ' ἀπὸ τούτου ἕτερος ἐπὶ τὸ βαρὺ διὰ πέντε.
καὶ πέπτωκε τὸ τελευταῖον σύμφωνον ἐπὶ τὸν ὀξύτερον
τῶν <τὴν> ὑπεροχὴν ὁριζόντων, ὥστ' εἶναι φανερόν, ὅτι,
ἐὰν ἀπὸ συμφώνου διάφωνον ἀφαιρεθῇ διὰ συμφωνίας,
ἔσται καὶ τὸ λοιπὸν διὰ συμφωνίας εἰλημμένον.
Πότερον δ' ὀρθῶς ὑπόκειται τὸ διὰ τεσσάρων ἐν ἀρχῇ
δύο τόνων καὶ ἡμίσεος, κατὰ τόνδε τὸν τρόπον ἐξετάσειεν
ἄν τις ἀκριβέστατα· εἰλήφθω γὰρ τὸ διὰ τεσσάρων καὶ
πρὸς ἑκατέρῳ τῶν ὅρων ἀφορίσθω δίτονον διὰ συμφωνίας.
δῆλον δὴ ὅτι ἀναγκαῖον τὰς ὑπεροχὰς ἴσας εἶναι, ἐπει-
δήπερ καὶ ἴσα ἀπ' ἴσων ἀφῄρηται. μετὰ δὲ τοῦτο τῷ τὸ
ὀξύτερον δίτονον ἐπὶ τὸ βαρὺ ὁρίζοντι διὰ τεσσάρων εἰ-
λήφθω ἐπὶ τὸ ὀξύ, τῷ δὲ τὸ βαρύτερον δίτονον ἐπὶ τὸ
ὀξὺ ὁρίζοντι εἰλήφθω ἕτερον διὰ τεσσάρων ἐπὶ τὸ βαρύ.
φανερὸν δὴ ὅτι πρὸς ἑκατέρῳ τῶν ὁριζόντων τὸ γεγονὸς
σύστημα δύο συνεχεῖς ἔσονται κείμεναι ὑπεροχαὶ ἃς ἀναγ-
καῖον ἴσας εἶναι διὰ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα. τούτων δ' οὕ-
τω προκατεσκευασμένων τοὺς ἄκρους τῶν ὡρισμένων φθόγ-
γων ἐπὶ τὴν αἴσθησιν ἐπανακτέον· εἰ μὲν οὖν φανήσονται
διάφωνοι, δῆλον ὅτι οὐκ ἔσται τὸ διὰ τεσσάρων δύο
τόνων καὶ ἡμίσεος, εἰ δὲ συμφωνήσουσι διὰ πέντε [τέσσαρα],
δῆλον ὅτι δύο τόνων καὶ ἡμίσεος ἔσται τὸ διὰ τεσσάρων. ὁ
μὲν γὰρ βαρύτατος τῶν εἰλημμένων φθόγγων διὰ τεσσά-
ρων ἡρμόσθη σύμφωνον τῷ τὸ βαρύτερον δίτονον ἐπὶ τὸ
ὀξὺ ὁρίζοντι, τὸν δ' ὀξύτατον τῶν εἰλημμένων φθόγγων
διὰ πέντε συμβέβηκε συμφωνεῖν τῷ βαρυτάτῳ, ὥστε τῆς
ὑπεροχῆς οὔσης τονιαίας τε καὶ εἰς ἴσα διῃρημένης ὧν
ἑκάτερον ἡμιτόνιόν τε καὶ ὑπεροχὴ [μὲν] τοῦ διὰ τεσσάρων
ἐστὶν ὑπὲρ τὸ δίτονον, δῆλον ὅτι πέντε ἡμιτονίων συμ-
βαίνει τὸ διὰ τεσσάρων εἶναι. ὅτι δ' οἱ τοῦ ληφθέντος
συστήματος ἄκροι οὐ συμφωνήσουσιν ἄλλην συμφωνίαν ἢ
τὴν διὰ πέντε, ῥᾴδιον συνιδεῖν· πρῶτον μὲν οὖν ὅτι τὴν
διὰ τεσσάρων οὐ συμφωνοῦσι κατανοητέον, ἐπειδήπερ
πρὸς τῷ ληφθέντι ἐξ ἀρχῆς διὰ τεσσάρων ὑπεροχὴ πρόσ-
κειται ἐφ' ἑκάτερα· ἔπειθ' ὅτι τὴν διὰ πασῶν οὐκ ἐνδέχεται
συμφωνίαν λεκτέον. τὸ γὰρ ἐκ τῶν ὑπεροχῶν γιγνόμενον
μέγεθος ἔλαττόν ἐστι διτόνου, ἐλάττονι γὰρ ὑπερέχει τὸ
διὰ τεσσάρων ἢ τόνῳ τοῦ διτόνου· συγχωρεῖται <γὰρ>
παρὰ πάντων τὸ διὰ τεσσάρων μεῖζον μὲν εἶναι δύο τόνων
ἔλαττον δὲ τριῶν, ὥστε πᾶν τὸ προσκείμενον τῷ διὰ
τεσσάρων ἔλαττόν ἐστι τοῦ διὰ πέντε· φανερὸν <δὴ> ὅτι τὸ
συγκείμενον ἐξ αὐτῶν οὐκ ἂν εἴη διὰ πασῶν. εἰ δὲ συμ-
φωνοῦσιν οἱ ἄκροι τῶν ληφθέντων φθόγγων μείζω μὲν
συμφωνίαν τῆς διὰ τεσσάρων ἐλάττω δὲ τῆς διὰ πασῶν,
ἀναγκαῖον αὐτοὺς διὰ πέντε συμφωνεῖν· τοῦτο γάρ ἐστι
μόνον μέγεθος σύμφωνον μεταξὺ τοῦ διὰ τεσσάρων καὶ
τοῦ διὰ πασῶν.
Τὰ ἑξῆς τετράχορδα ἢ συνῆπται ἢ διέζευκται· καλεί-
σθω δὲ συναφὴ μὲν ὅταν δύο τετραχόρδων ἑξῆς μελῳδου-
μένων ὁμοίων κατὰ σχῆμα φθόγγος ᾖ ἀνὰ μέσον κοινός,
διάζευξις δ' ὅταν δύο τετραχόρδων ἑξῆς μελῳδουμένων
ὁμοίων κατὰ σχῆμα τόνος ᾖ ἀνὰ μέσον. ὅτι δ' ἀναγκαῖον
ἕτερον πότερον συμβαίνειν τοῖς ἑξῆς τετραχόρδοις, φανερὸν
ἐκ τῶν ὑποκειμένων· οἱ μὲν γὰρ τέταρτοι τῶν ἑξῆς διὰ
τεσσάρων συμφωνοῦντες συναφὴν ποιήσουσιν, οἱ δὲ πέμ-
πτοι διὰ πέντε διάζευξιν. δεῖ δ' ἕτερον πότερον τούτων
ὑπάρχειν τοῖς φθόγγοις, ὥστε καὶ τοῖς ἑξῆς τετραχόρδοις
ἀναγκαῖον ἕτερον τῶν εἰρημένων ὑπάρχειν.
Ἤδη δέ τις ἠπόρησε τῶν ἀκουόντων περὶ τοῦ ἑξῆς·
πρῶτον μὲν καθόλου τί ποτ' ἐστὶ τὸ ἑξῆς, ἔπειτα πότερον
κατὰ ἕνα μόνον γίγνεται τρόπον ἢ κατὰ πλείους, τρίτον
δ' εἰ ἴσως ἀμφότερα ταῦτ' ἐστὶν ἑξῆς τά τε συνημμένα καὶ
τὰ διεζευγμένα. πρὸς δὴ ταῦτα τοιοῦτοί τινες ἐλέγοντο
λόγοι· καθόλου ταῦτα εἶναι συστήματα συνεχῆ ὧν οἱ ὅροι
ἤτοι ἑξῆς εἰσὶν ἢ ἐπαλλάττουσιν· τοῦ δ' ἑξῆς εἶναι τὰ συ-
στήματα δύο τρόποι εἰσί, καὶ ὁ μὲν <καθ' ὃν τῷ τοῦ ὀξυ-
τέρου συστήματος βαρυτέρῳ ὅρῳ κοινός ἐστιν ὁ τοῦ βαρυ-
τέρου συστήματος ὅρος> ὀξύτερος, ὁ δ' ἕτερος καθ' ὃν ὁ
τοῦ ὀξυτέρου συστήματος βαρύτερος ὅρος ἑξῆς ἐστὶ τῷ
τοῦ βαρυτέρου συστήματος ὀξυτέρῳ ὅρῳ. κατὰ μὲν οὖν
τὸν πρότερον τῶν τρόπων τόπου τέ τινος κοινωνεῖ τὰ
τῶν ἑξῆς τετραχόρδων συστήματα καὶ ὅμοιά ἐστιν ἐξ ἀνάγ-
κης, κατὰ δὲ τὸν ἕτερον κεχώρισται ἀπ' ἀλλήλων καὶ ὅμοια
δύναται γίγνεσθαι τὰ εἴδη τῶν τετραχόρδων· τοῦτο δὲ
γίγνεται τόνου ἀνὰ μέσον τεθέντος, ἄλλως δ' οὔ· ὥστε δύο
τετράχορδα ὅμοια τοιαῦτα συμβαίνειν ἑξῆς ἀλλήλων εἶναι
ὧν ἤτοι τόνος ἀνὰ μέσον ἐστὶν ἢ οἱ ὅροι ἐπαλλάττουσιν.
ὥστε τὰ ἑξῆς τετράχορδα ὅμοια ὄντα ἢ συνημμένα ἀναγ-
καῖον εἶναι ἢ διεζευγμένα. φαμὲν δὲ δεῖν τῶν ἑξῆς τετρα-
χόρδων ἤτοι ἁπλῶς μηδὲν εἶναι ἀνὰ μέσον τετράχορδον
ἢ μὴ ἀνόμοιον. τῶν μὲν οὖν ὁμοίων κατ' εἶδος τετραχόρδων
οὐ τίθεται ἀνόμοιον ἀνὰ μέσον τετράχορδον, τῶν δ' ἀνο-
μοίων μὲν ἑξῆς δ' οὐδὲν τίθεσθαι δυνατὸν ἀνὰ μέσον τετρά-
χορδον. ἐκ δὲ τῶν εἰρημένων φανερὸν ὅτι τὰ ὅμοια κατ' εἶδος
τετράχορδα κατὰ δύο τρόπους τοὺς εἰρημένους ἑξῆς ἀλλήλων
τεθήσεται.
Ἀσύνθετον δ' ἐστὶ διάστημα τὸ ὑπὸ τῶν ἑξῆς φθόγγων
περιεχόμενον. εἰ γὰρ ἑξῆς οἱ περιέχοντες, οὐδεὶς ἐκλιμπάνει,
μὴ ἐκλιμπάνων δ' οὐκ ἐμπεσεῖται, μὴ ἐμπίπτων δ' οὐ διαι-
ρήσει, ὃ δὲ μὴ διαίρεσιν ἔχει οὐδὲ σύνθεσιν ἕξει· πᾶν γὰρ
τὸ σύνθετον ἔκ τινων μερῶν ἐστὶ σύνθετον εἰς ἅπερ καὶ
διαιρετόν. γίγνεται δὲ καὶ περὶ τοῦτο τὸ πρόβλημα πλά-
νη διὰ τὴν τῶν μεγεθῶν κοινότητα τοιάδε τις· θαυμάζουσι
γὰρ πῶς ποτε τὸ δίτονον ἀσύνθετον ὅ γ' ἐστὶ δυνατὸν
διελεῖν εἰς τόνους ἢ πῶς πάλιν ποτ' ἐστὶν ὁ τόνος ἀσύνθετος
ὅν γ' ἐστὶ δυνατὸν εἰς δύο ἡμιτόνια διελεῖν· τὸν αὐτὸν δὲ
λόγον λέγουσι καὶ περὶ τοῦ ἡμιτονίου. γίγνεται δ' αὐτοῖς
ἡ ἄγνοια παρὰ τὸ μὴ συνορᾶν, ὅτι τῶν διαστηματικῶν
μεγεθῶν ἔνια κοινὰ τυγχάνει ὄντα συνθέτου τε καὶ ἀσυν-
θέτου διαστήματος· διὰ γὰρ ταύτην τὴν αἰτίαν οὐ μεγέ-
θει διαστήματος τὸ ἀσύνθετον ἀλλὰ τοῖς περιέχουσι φθόγ-
γοις ἀφώρισται. τὸ γὰρ δίτονον, ὅταν μὲν ὁρίζωσι μέση
καὶ λιχανός, ἀσύνθετόν ἐστιν, ὅταν δὲ μέση καὶ παρυπάτη,
σύνθετον· δι' ὅπερ φαμὲν οὐκ ἐν τοῖς μεγέθεσι τῶν διαστη-
μάτων εἶναι τὸ ἀσύνθετον ἀλλ' ἐν τοῖς περιέχουσι φθόγγοις.
Ἐν δὲ ταῖς τῶν γενῶν διαφοραῖς τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων
μέρη μόνα κινεῖται, τὸ δ' ἴδιον τῆς διαζεύξεως ἀκίνητόν ἐστιν.
πᾶν μὲν γὰρ διῄρηται τὸ ἡρμοσμένον εἰς συναφήν τε καὶ
διάζευξιν, ὅ γε συνέστηκεν ἐκ πλειόνων ἢ ἑνὸς τετραχόρδου.
ἀλλ' ἡ μὲν συναφὴ ἐκ <τῶν τοῦ διὰ> τεσσάρων μερῶν
μόνων ἀσυνθέτων σύγκειται, ὥστ' ἐξ ἀνάγκης ἔν γε ταύτῃ
τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων μόνα μέρη κινηθήσεται· ἡ δὲ διά-
ζευξις ἴδιον ἔχει παρὰ ταῦτα τὸν τόνον. ἐὰν οὖν δειχθῇ
τὸ ἴδιον τῆς διαζεύξεως μὴ κινούμενον ἐν ταῖς τῶν γενῶν
διαφοραῖς, δῆλον ὅτι λείπεται ἐν αὐτοῖς τοῖς τοῦ διὰ τεσ-
σάρων μέρεσι τὴν κίνησιν εἶναι. ἔστι δ' ὁ μὲν βαρύτερος
τῶν <τὸν> τόνον περιεχόντων ὀξύτερος τῶν τὸ τετράχορ-
δον περιεχόντων τὸ βαρύτερον τῶν ἐν τῇ διαζεύξει κειμέ-
νων· ὁμοίως δ' ἦν καὶ οὗτος ἀκίνητος ἐν ταῖς τῶν γενῶν
διαφοραῖς· ὁ δ' ὀξύτερος τῶν <τὸν> τόνον περιεχόντων βα-
ρύτερος τῶν τὸ τετράχορδον περιεχόντων τὸ ὀξύτερον τῶν ἐν
τῇ διαζεύξει κειμένων· ὁμοίως δ' ἦν καὶ οὗτος ἀκίνητος ἐν ταῖς
τῶν γενῶν διαφοραῖς. ὥστ' ἐπειδὴ φανερὸν ὅτι οἱ τὸν
τόνον περιέχοντες ἀκίνητοί εἰσιν ἐν ταῖς τῶν γενῶν διαφο-
ραῖς, δῆλον ὅτι λείποιτ' ἂν αὐτὰ τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων
μέρη μόνα κινεῖσθαι ἐν ταῖς εἰρημέναις διαφοραῖς.
Ἐν ἑκάστῳ δὲ γένει τοσαῦτά ἐστιν ἀσύνθετα <τὰ>
πλεῖστα ὅσα ἐν τῷ διὰ πέντε. πᾶν μὲν γὰρ γένος ἤτοι ἐν
συναφῇ μελῳδεῖται ἢ ἐν διαζεύξει, καθάπερ ἔμπροσθεν εἴ-
ρηται. δέδεικται δ' ἡ μὲν συναφὴ ἐκ τῶν τοῦ διὰ τεσσάρων
μερῶν μόνων συγκειμένη, ἡ δὲ διάζευξις ἓν προστιθεῖσα τὸ
ἴδιον διάστημα, τοῦτο δ' ἐστὶν ὁ τόνος· προστεθέντος δὲ
τοῦ τόνου πρὸς τὰ τοῦ διὰ τεσσάρων μέρη τὸ διὰ πέντε
συμπληροῦται. ὥστ' εἶναι φανερὸν ὅτι, ἐπειδήπερ οὐδὲν
τῶν γενῶν ἐνδέχεται κατὰ μίαν χρόαν λαμβανόμενον ἐκ
πλειόνων ἀσυνθέτων συντεθῆναι τῶν ἐν τῷ διὰ πέντε
ὄντων, [δῆλον ὅτι] ἐν ἑκάστῳ γένει τοσαῦτα ἔσται τὰ
πλεῖστα ἀσύνθετα ὅσα ἐν τῷ διὰ πέντε.
Ταράττειν δ' εἴωθεν ἐνίους καὶ ἐν τούτῳ τῷ προβλή-
ματι πῶς τὰ πλεῖστα προστίθεται καὶ διὰ τί οὐχ ἁπλῶς
δείκνυται, ὅτι ἐκ τοσούτων ἀσυνθέτων ἕκαστον τῶν γενῶν
συνέστηκεν ὅσα ἐστὶν ἐν τῷ διὰ πέντε. πρὸς οὓς ταῦτα λέγε-
ται, ὅτι ἐξ ἐλαττόνων ἀσυνθέτων ἔσται ποθ' ἕκαστον τῶν
γενῶν συγκείμενον ἐκ πλειόνων δ' οὐδέποτε. διὰ ταύτην δὲ
τὴν αἰτίαν τοῦτο αὐτὸ πρῶτον ἀποδείκνυται, ὅτι οὐκ ἐνδέχε-
ται ἐκ πλειόνων ἀσυνθέτων συντεθῆναι τῶν γενῶν ἕκαστον ἢ
ὅσα ἐν τῷ διὰ πέντε τυγχάνει ὄντα. ὅτι δὲ καὶ ἐξ ἐλαττόνων
ποτὲ συντεθήσεται ἕκαστον αὐτῶν, ἐν τοῖς ἔπειτα δείκνυται.
Πυκνὸν δὲ πρὸς πυκνῷ οὐ μελῳδεῖται οὔθ' ὅλον οὔτε
μέρος αὐτοῦ. συμβήσεται γὰρ μήτε τοὺς τετάρτους διὰ
τεσσάρων συμφωνεῖν μήτε τοὺς πέμπτους διὰ πέντε· οἱ
δὲ οὕτω κείμενοι τῶν φθόγγων ἐκμελεῖς ἦσαν.
Τῶν δὲ τὸ δίτονον περιεχόντων ὁ μὲν βαρύτερος ὀξύ-
τατός ἐστι πυκνοῦ ὁ δ' ὀξύτερος βαρύτατος. ἀναγκαῖον γὰρ
ἐν τῇ συναφῇ τῶν πυκνῶν διὰ τεσσάρων συμφωνούντων
ἀνὰ μέσον αὐτῶν κεῖσθαι τὸ δίτονον, ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν
διτόνων διὰ τεσσάρων συμφωνούντων ἀναγκαῖον ἐν μέσῳ
κεῖσθαι τὸ πυκνόν. τούτων δ' οὕτως ἐχόντων ἀναγκαῖον
ἐναλλὰξ τό τε πυκνὸν καὶ τὸ δίτονον κεῖσθαι, ὥστε δῆλον
ὅτι ὁ μὲν βαρύτερος τῶν περιεχόντων τὸ δίτονον ὀξύτατος
ἔσται τοῦ ἐπὶ τὸ βαρὺ κειμένου πυκνοῦ, ὁ δ' ὀξύτερος τοῦ
ἐπὶ τὸ ὀξὺ κειμένου πυκνοῦ βαρύτατος.
Οἱ δὲ τὸν τόνον περιέχοντες ἀμφότεροί εἰσι πυκνοῦ
βαρύτατοι, τίθεται γὰρ ὁ τόνος ἐν τῇ διαζεύξει μεταξὺ
τοιούτων τετραχόρδων ἃ οἱ περιέχοντες βαρύτατοί εἰσι
πυκνοῦ· ὑπὸ τούτων δὲ καὶ ὁ τόνος περιέχεται. ὁ μὲν γὰρ
βαρύτερος τῶν <τὸν> τόνον περιεχόντων ὀξύτερός ἐστι τῶν
τὸ βαρύτερον τῶν τετραχόρδων περιεχόντων, ὁ δὲ ὀξύτε-
ρος τῶν τὸν τόνον περιεχόντων βαρύτερός ἐστι τῶν τὸ
ὀξύτερον τῶν τετραχόρδων περιεχόντων, ὥστ' εἶναι δῆλον
ὅτι οἱ τὸν τόνον περιέχοντες βαρύτατοι ἔσονται πυκνοῦ.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 557
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 556

τριημιτόνιον, το διάστημα του ενός και μισού τόνου, όπως και σήμερα. Το διάστημα που βρίσκεται ανάμεσα στη λιχανό λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης
2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό.
Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος. μέσων και τη μέση μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος ή η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου στο οχτάχορδο σύστημα (στις μεταγραφές: la) και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας. (sol ύφ. - la ή fa δίεση -la) ή ανάμεσα στη λιχανό υπατών και υπάτη μέσων (do δίεση ή re ύφεση - mi) στο χρωματικό χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. γένος. Υπενθυμίζεται ότι στο χρωματικό γένος το διάστημα, λ.χ. λιχανού μέσων και μέσης, που συμβολικά σημειώνουμε (fa δί. - la, ή sol ύφ. - la), είναι στο χρωματικό γένος απλό απλούν, απλό. "Απλούν σύστημα", απλό, μη μετατροπικό σύστημα, που είναι αρμοσμένο σε μία μέση. Το επίθ. "απλούς" χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς το "διπλούς" και "πολλαπλούς".· δεν πρέπει, επομένως, παρασυρμένοι από τη σύγχρονη ορολογία να θεωρούμε τη συμβολική έκφραση: fa δί. - la (ή do δί. - mi) του χρωματικού γένους ως τρίτη μικρή. Το τριημιτόνιον λεγόταν και τριημίτονον.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 555

μαλακός, όρος που χρησιμοποιούνταν στο διατονικό και στο χρωματικό γένος γένος, 1. όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία.
2. Τα γένη στη Ρυθμική καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό, το ιαμβικό και το παιωνικό. Σύμφωνα με τον Αριστείδη, μερικοί προσθέτουν και το επίτριτο.
3. Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος., για να υπονοεί μια κάποια "χρόα" στο σχηματισμό κάθε γένους. Αντίθετο του σύντονος σύντονος, τεντωμένος, ψηλός, οξύς.
1. μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος. Χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος.
2. ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)·. Στο μαλακό διατονικό το τετράχορδο ήταν συνθεμένο (από κάτω προς τα πάνω) από ένα ημιτόνιο, 3/4 του τόνου και 5/4 του τόνου (2/4 + 3/4 + 5/4)· Στο μαλακό χρωματικό τα διαστήματα ήταν (πάλι από κάτω προς τα πάνω): 1/3 τόνου, 1/3 τόνου και 1+1/2 τόνου πλέον 1/3, δηλ. σε δωδέκατα 4/12 + 4/12 + 22/12. Το θέμα της μαλακής χρόας συζητείται λεπτομερειακά στα λήμματα διάτονον διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" και χρωματικόν χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο..
Ως επίθετο η λέξη μαλακός χρησιμοποιούνταν με τη σημασία μουσικής που είναι κάπως θηλυπρεπής, ή υστερεί σε ανδροπρεπή χαρακτήρα.
Το ρήμα μαλάσσω (αττ. μαλάττω) στη μουσική σήμαινε χαμηλώνω, χαλαρώνω· Πλούτ. (Περί μουσ. 1145 D, 49): "μαλάττουσι γαρ αεί τας λιχανούς και τας παρανήτας" (γιατί πάντα χαμηλώνουν τις χορδές [νότες] λιχανούς λιχανός, 1. ως αρσ., το δάχτυλο δείκτης
2. ως θηλ., η χορδή (και η νότα που παράγεται από τη χορδή), που παίζεται με το δείκτη, το λιχανό.
Λιχανός ήταν η τρίτη από κάτω του επταχόρδου και του οκταχόρδου, ονομαζόταν και διάτονος. και παρανήτες παρανήτη, η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω. Στο επτάχορδο και στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η νότα που αντιστοιχούσε με το do. Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο οκτάχορδο σύστημα η νότα sol (στο τετράχορδο υπερβολαίων) και η νότα re (στο τετράχορδο διεζευγμένων).).

spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 554

σύντονος, τεντωμένος, ψηλός, οξύς. (α) Μια χρόα στο σχηματισμό του διατονικού γένους, σύμφωνα με την οποία η σειρά των διαστημάτων στο τετράχορδο ήταν: ημιτόνιο - τόνος - τόνος· βλ. λ. διάτονον διάτονον, το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον. Ήταν μάλλον το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" γένος. Ο όρος σύντονος χρησιμοποιούνταν κάποτε στο χρωματικό γένος αντί για τον όρο τονιαίον. Η σειρά των διαστημάτων στο σύντονο χρωματικό ήταν: ημιτόνιο - ημιτόνιο - ένας και μισός τόνος· βλ. λ. χρωματικόν χρωματικόν, το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. γένος.

(β) Ο όρος σύντονος συναντάται και στην περίπτωση των αρμονιών, σε αντίθεση με τον όρο ανειμένος (χαλαρός)· π.χ. σύντονος αρμονία αρμονία, γενική σημασία της λέξης: σύνδεση, συναφή.
1. Σύμφωνα με τους παλιούς θεωρητικούς σήμαινε την ογδόη και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στην ογδόη ή μέσα σ' ένα σύστημα με τα μέρη του συνδεμένα έτσι που να σχηματίζουν ένα τέλειο σύνολο. Συνήθως αναφέρονται επτά αρμονίες. Μετά την εποχή του Αριστόξενου, ο όρος δια πασών αντικατέστησε τον όρο αρμονία σε πολλά κείμενα
2. Στην εποχή του Αριστόξενου και κατόπιν ο όρος αρμονία χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά με τη σημασία "εναρμόνιο γένος", μαζί με τον όρο εναρμόνιος, μη χαλαρή αρμονία.

Βλ. λ. χαλαρός χαλαρός, ένας όρος που απαντά ιδιαίτερα στον Πλάτωνα· αρμονία χαλαρά· όχι σύντονος· θηλυπρεπής ως προς το ήθος..
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 553

γένη
μελῳδουμένων
διάτονον
χρῶμα,
ἁρμονία
διαφοραὶ
διάτονον
χρωματικὸν
ἐναρμόνιον
μικτὸν
διαίρεσις
διαστημάτων
σύμφωνα
διάφωνα
μεγέθει
διὰ τεσσάρων
μέλους
μελῳδεῖν
διὰ πέντε
εἰρημένων
σύνθετον
διὰ πασῶν,
πάθος
ἐλάττονος
μείζονος
Τόνος
ἡμίσεος
ἥμισυ
ἡμιτόνιον,
δίεσις χρωματικὴ ἐλαχίστη,
δίεσις ἐναρμόνιος ἐλαχίστη·
τετραχόρδῳ
μέσης
ὑπάτην
ἄκρων
μενόντων
μέσων
κινουμένων
τόπῳ
συντονωτάτη
λιχανὸς
διάτονον γένος
βαρυτάτη
δίτονον,
ἐναρμόνιος
τονιαῖός
λιχανοῦ τόπος
παρυπάτης
ὑπάτης
διέσεως ἐναρμονίου
διπλάσιον
ἀνιεμένη
ἐπιτεινομένη
μείζων διέσεως ἐλαχίστης
παρυπάτης τόπος
μέσης
παραμέσης
ὀνόματα
δίτονος
δύναμιν
πυκνὸν
λιχανοῦ τόπος
ἄνισον
ὁμοίου
ἀνομοίου
αἰσθήσεως φαντασίαν
ἦθος
μένοντος
χρόας
δίτονον λιχανὸν
ὀξυτέρα
βαρυτέρα
ἄτοπον
μαλακοῦ χρώματος
ἡμιολίου
τονιαίου
χρωματικῶν διέσεων ἐλαχίστων
ἐναρμονίου διέσεως
τριημιτόνιόν
διάτονον γένος
μαλακοῦ
συντόνου
ἐμμελεῖς
ἐκμελὲς
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.23 0 0 552

Aristoxenus Mus. : Elementa harmonica : Page 55, line 8

Τρία γένη τῶν μελῳδουμένων ἐστίν· διάτονον, χρῶμα,
ἁρμονία. αἱ μὲν οὖν διαφοραὶ τούτων ὕστερον ῥηθήσονται·
τοῦτο δ' αὐτὸ ἐκκείσθω, ὅτι πᾶν μέλος ἔσται ἤτοι διάτονον ἢ
χρωματικὸν ἢ ἐναρμόνιον ἢ μικτὸν ἐκ τούτων ἢ κοινὸν τούτων.
Δευτέρα δ' ἐστὶν ἡ διαίρεσις τῶν διαστημάτων εἶναι τὰ
μὲν σύμφωνα τὰ δὲ διάφωνα. γνωριμώταται μὲν δοκοῦσιν
εἶναι αὗται δύο τῶν διαστηματικῶν διαφορῶν, ᾗ τε μεγέθει
διαφέρουσιν ἀλλήλων καὶ ᾗ τὰ σύμφωνα τῶν διαφώνων·
περιέχεται δ' ἡ ὑστέρα ῥηθεῖσα διαφορὰ τῇ προτέρᾳ, πᾶν
γὰρ σύμφωνον παντὸς διαφώνου διαφέρει μεγέθει. ἐπεὶ δὲ
τῶν συμφώνων πλείους εἰσὶ πρὸς ἄλληλα διαφοραί, μία τις
ἡ γνωριμωτάτη αὐτῶν <πρώτη> ἐκκείσθω· αὕτη δ' ἐστὶν
ἡ κατὰ μέγεθος. ἔστω δὴ τῶν συμφώνων ὀκτὼ μεγέθη·
ἐλάχιστον μὲν τὸ διὰ τεσσάρων—συμβαίνει δὲ τοῦτο <αὐτῇ>
τῇ τοῦ <μέλους> φύσει ἐλάχιστον εἶναι· σημεῖον δὲ τὸ
μελῳδεῖν μὲν ἡμᾶς πολλὰ τοῦ διὰ τεσσάρων ἐλάττω, πάντα
μέντοι διάφωνα—δεύτερον δὲ τὸ διὰ πέντε· ὅ τι δ' ἂν
τούτων ἀνὰ μέσον ᾖ μέγεθος πᾶν ἔσται διάφωνον. τρίτον
<δ'> ἐκ τῶν εἰρημένων συμφώνων σύνθετον τὸ διὰ πασῶν,
τὰ δὲ τούτων ἀνὰ μέσον διάφωνα ἔσται. ταῦτα μὲν οὖν
λέγομεν ἃ παρὰ τῶν ἔμπροσθεν παρειλήφαμεν, περὶ δὲ τῶν
λοιπῶν ἡμῖν αὐτοῖς διοριστέον. πρῶτον μὲν οὖν λεκτέον,
ὅτι πρὸς τῷ διὰ πασῶν πᾶν σύμφωνον προστιθέμενον διά-
στημα τὸ γιγνόμενον ἐξ αὐτῶν μέγεθος σύμφωνον ποιεῖ.
καὶ ἔστιν ἴδιον τοῦτο τὸ πάθος τοῦ συμφώνου τούτου,
καὶ γὰρ ἐλάττονος προστεθέντος καὶ ἴσου καὶ μείζονος τὸ
γιγνόμενον ἐκ τῆς συνθέσεως σύμφωνον γίγνεται· τοῖς δὲ
πρώτοις συμφώνοις οὐ συμβαίνει τοῦτο, οὔτε γὰρ τὸ ἴσον
ἑκατέρῳ αὐτῶν συντεθὲν τὸ ὅλον σύμφωνον ποιεῖ οὔτε τὸ
ἐξ ἑκατέρου αὐτῶν καὶ τοῦ διὰ πασῶν συγκείμενον, ἀλ-
λ' ἀεὶ διαφωνήσει τὸ ἐκ τῶν εἰρημένων συμφώνων συγκείμενον.
Τόνος δ' ἐστὶν ᾧ τὸ διὰ πέντε τοῦ διὰ τεσσάρων
μεῖζον· τὸ δὲ διὰ τεσσάρων δύο τόνων καὶ ἡμίσεος. τῶν δὲ
τοῦ τόνου μερῶν μελῳδεῖται τὸ ἥμισυ, ὃ καλεῖται ἡμιτόνιον,
καὶ τὸ τρίτον μέρος, ὃ καλεῖται δίεσις χρωματικὴ ἐλαχίστη,
καὶ τὸ τέταρτον, ὃ καλεῖται δίεσις ἐναρμόνιος ἐλαχίστη·
τούτου δ' ἔλαττον οὐδὲν μελῳδεῖται διάστημα. δεῖ δὲ πρῶ-
τον μὲν τοῦτο αὐτὸ μὴ ἀγνοεῖν, ὅτι πολλοὶ ἤδη διήμαρ-
τον ὑπολαβόντες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ὁ τόνος εἰς τρία ἴσα
διαιρούμενος μελῳδεῖται. συνέβη δ' αὐτοῖς τοῦτο παρὰ τὸ
μὴ κατανοεῖν ὅτι ἕτερόν ἐστι τό τε λαβεῖν τρίτον μέρος
τόνου καὶ τὸ διελόντα εἰς τρία τόνον μελῳδεῖν. ἔπειτα ἁπλῶς
μὲν οὐθὲν ὑπολαμβάνομεν εἶναι διάστημα ἐλάχιστον.
Αἱ δὲ τῶν γενῶν διαφοραὶ λαμβάνονται ἐν τετραχόρδῳ
τοιούτῳ οἷόν ἐστι τὸ ἀπὸ μέσης ἐφ' ὑπάτην, τῶν μὲν ἄκρων
μενόντων, τῶν δὲ μέσων κινουμένων ὁτὲ μὲν ἀμφοτέρων ὁτὲ
δὲ θατέρου. ἐπεὶ δ' ἀναγκαῖον τὸν κινούμενον φθόγγον
ἐν τόπῳ τινὶ κινεῖσθαι, ληπτέος ἂν εἴη τόπος ὡρισμένος
ἑκατέρου τῶν εἰρημένων φθόγγων. φαίνεται δὴ συντονω-
τάτη μὲν εἶναι λιχανὸς ἡ τόνον ἀπὸ μέσης ἀπέχουσα,
ποιεῖ δ' αὕτη διάτονον γένος, βαρυτάτη δ' ἡ δίτονον,
γίγνεται δ' αὕτη ἐναρμόνιος· ὥστ' εἶναι φανερὸν ἐκ τούτων,
ὅτι τονιαῖός ἐστιν ὁ τῆς λιχανοῦ τόπος. τὸ δὲ παρυπάτης
<καὶ ὑπάτης> διάστημα ἔλαττον μὲν ὅτι οὐκ ἂν γένοιτο
διέσεως ἐναρμονίου φανερόν, ἐπειδὴ πάντων τῶν μελῳ-
δουμένων ἐλάχιστόν ἐστι δίεσις ἐναρμόνιος· ὅτι δὲ καὶ τοῦτο
εἰς τὸ διπλάσιον αὔξεται, κατανοητέον. ὅταν γὰρ ἐπὶ τὴν
αὐτὴν τάσιν ἀφίκωνται ἥ τε λιχανὸς ἀνιεμένη καὶ ἡ πα-
ρυπάτη ἐπιτεινομένη, ὡρίσθαι δοκεῖ ἑκατέρας ὁ τόπος,
ὥστ' εἶναι φανερόν, <ὅτι οὐ μείζων διέσεως ἐλαχίστης ἐστὶν
ὁ τῆς παρυπάτης τόπος. ἤδη δέ τινες θαυμάζουσι> πῶς
ἐστι λιχανὸς κινηθέντος ἑνὸς ὅτου δήποτε τῶν μέσης καὶ
λιχανοῦ διαστημάτων· διὰ τί γὰρ μέσης μὲν καὶ παραμέσης
ἕν ἐστι διάστημα καὶ πάλιν αὖ μέσης τε καὶ ὑπάτης καὶ
τῶν ἄλλων ὅσοι <μὴ> κινοῦνται τῶν φθόγγων, τὰ δὲ μέ-
σης καὶ λιχανοῦ διαστήματα πολλὰ θετέον εἶναι· κρεῖττον
γὰρ τῶν φθόγγων τὰ ὀνόματα κινεῖν μηκέτι καλοῦντας
λιχανοὺς τὰς λοιπάς, ἐπειδὰν ἡ δίτονος κληθῇ ἢ τῶν ἄλλων
μία ἥτις ποτ' οὖν· δεῖν γὰρ ἑτέρους εἶναι φθόγγους τοὺς
τὸ ἕτερον μέγεθος ὁρίζοντας· ὡσαύτως δὲ δεῖν ἔχειν καὶ
τὰ ἀντιστρέφοντα· τὰ γὰρ ἴσα τῶν μεγεθῶν τοῖς αὐτοῖς
ὀνόμασι περιληπτέον εἶναι. πρὸς δὴ ταῦτα τοιοῦτοί τινες
ἐλέχθησαν λόγοι· πρῶτον μὲν ὅτι τὸ ἀξιοῦν τοὺς διαφέ-
ροντας ἀλλήλων φθόγγους ἴδιον μέγεθος ἔχειν διαστήματος
μέγα τι κινεῖν ἐστιν· ὁρῶμεν γὰρ ὅτι νήτη μὲν καὶ μέση
παρανήτης καὶ λιχανοῦ διαφέρει κατὰ τὴν δύναμιν καὶ πά-
λιν αὖ παρανήτη τε καὶ λιχανὸς τρίτης τε καὶ παρυπάτης,
ὡσαύτως δὲ καὶ οὗτοι παραμέσης τε καὶ ὑπάτης—καὶ διὰ
ταύτην τὴν αἰτίαν ἴδια κεῖται ὀνόματα ἑκάστοις αὐτῶν—,
διάστημα δ' αὐτοῖς πᾶσιν ὑπόκειται ἕν, τὸ διὰ πέντε,
ὥσθ' ὅτι μὲν οὐχ οἷόν τ' ἀεὶ τῇ τῶν φθόγγων διαφορᾷ
τὴν τῶν διαστηματικῶν μεγεθῶν διαφορὰν ἀκολουθεῖν φα-
νερόν. ὅτι δ' οὐδὲ τοὐναντίον ἀκολουθητέον, κατανοήσειεν
ἄν τις ἐκ τῶν ῥηθησομένων. πρῶτον μὲν οὖν εἰ καὶ κα-
θ' ἑκάστην αὔξησίν τε καὶ ἐλάττωσιν τῶν περὶ τὸ πυκνὸν
γιγνομένων ἴδια ζητήσομεν ὀνόματα, δῆλον ὅτι ἀπείρων
ὀνομάτων δεησόμεθα, ἐπειδήπερ ὁ τῆς λιχανοῦ τόπος εἰς
ἀπείρους τέμνεται τομάς. ἔπειτα πειρώμενοι παρατηρεῖν
τό τ' ἴσον καὶ τὸ ἄνισον ἀποβαλοῦμεν τὴν τοῦ ὁμοίου τε
καὶ ἀνομοίου διάγνωσιν, ὥστε μηδὲ πυκνὸν καλεῖν ἔξω ἑνὸς
μεγέθους, δῆλον δ' ὅτι μηδ' ἁρμονίαν μηδὲ χρῶμα, τόπῳ
γάρ τινι καὶ ταῦτα διώρισται. δῆλον δ' ὅτι οὐδὲν τούτων
ἐστὶ πρὸς τὴν τῆς αἰσθήσεως φαντασίαν· ἐκείνη μὲν γὰρ
εἰς ὁμοιότητα ἑνός τινος εἴδους βλέπουσα τό τε χρῶμα
λέγει καὶ τὴν ἁρμονίαν, ἀλλ' οὐκ εἰς ἑνός τινος διαστήματος
μέγεθος· λέγω δὲ πυκνοῦ μὲν εἶδος τιθεῖσα ἕως ἂν τὰ δύο
διαστήματα τοῦ ἑνὸς ἐλάττω τόπον κατέχῃ—ἐμφαίνεται
γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς πυκνοῖς πυκνοῦ τινος φωνὴ καίπερ ἀνίσων
αὐτῶν ὄντων—χρώματος δ' εἶδος ἕως ἂν τὸ χρωματικὸν ἦθος
ἐμφαίνηται. ἰδίαν γὰρ δὴ κίνησιν ἕκαστον τῶν γενῶν κινεῖται
πρὸς τὴν αἴσθησιν οὐ μιᾷ χρώμενον τετραχόρδου διαιρέ-
σει ἀλλὰ πολλαῖς. ὥστ' εἶναι φανερόν, ὅτι κινουμένων τῶν
μεγεθῶν συμβαίνει <διαμένειν> τὸ γένος, οὐ γὰρ ὁμοίως κινεῖ-
ται τῶν μεγεθῶν κινουμένων μέχρι τινός, ἀλλὰ διαμένει·
τούτου δὲ μένοντος εἰκὸς καὶ τὰς τῶν φθόγγων δυνάμεις δια-
μένειν. ὡς ἀληθῶς γὰρ τίνι ἄν τις προσθεῖτο τῶν ἀμφισβη-
τούντων περὶ τὰς τῶν γενῶν χρόας; οὐ γὰρ δὴ πρὸς τὴν
αὐτὴν διαίρεσιν βλέποντες πάντες οὔτε τὸ χρῶμα οὔτε τὴν
ἁρμονίαν ἁρμοττόνται, ὥστε τί μᾶλλον τὴν δίτονον λιχα-
νὸν λεκτέον ἢ τὴν μικρῷ συντονωτέραν; ἁρμονία μὲν γὰρ
εἶναι τῇ αἰσθήσει κατ' ἀμφοτέρας τὰς διαιρέσεις φαίνεται,
τὰ δὲ μεγέθη τῶν διαστημάτων δῆλον ὅτι οὐ ταὐτὰ ἐν
ἑκατέρᾳ τῶν διαιρέσεων. τὸ δ' εἶδος τοῦ τετραχόρδου
ταὐτό, δι' ὅπερ καὶ τοὺς τῶν διαστημάτων ὅρους ἀναγ-
καῖον εἰπεῖν τοὺς αὐτούς. καθόλου δ' εἰπεῖν, ἕως ἂν μένῃ
τὰ τῶν περιεχόντων ὀνόματα καὶ λέγηται αὐτῶν ἡ μὲν
ὀξυτέρα μέση ἡ δὲ βαρυτέρα ὑπάτη, διαμενεῖ καὶ τὰ τῶν
περιεχομένων ὀνόματα καὶ ῥηθήσεται αὐτῶν ἡ μὲν ὀξυτέ-
ρα λιχανὸς ἡ δὲ βαρυτέρα παρυπάτη, ἀεὶ γὰρ τοὺς με-
ταξὺ μέσης τε καὶ ὑπάτης λιχανόν τε καὶ παρυπάτην <ἡ>
αἴσθησις τίθησιν. τὸ δ' ἀξιοῦν ἢ τὰ ἴσα διαστήματα τοῖς
αὐτοῖς ὀνόμασιν ὁρίζεσθαι ἢ τὰ ἄνισα ἑτέροις μάχεσθαι τοῖς
φαινομένοις ἐστί· τό τε γὰρ ὑπάτης καὶ παρυπάτης τῷ
παρυπάτης καὶ λιχανοῦ μελῳδεῖται ποτὲ ἴσον ποτὲ ἄνι-
σον· ὅτι δ' οὐκ ἐνδέχεται δύο διαστημάτων ἑξῆς κειμένων
τοῖς αὐτοῖς ὀνόμασιν ἑκάτερον αὐτῶν περιέχεσθαι φανερόν,
εἴπερ μὴ μέλλοι ὁ μέσος δύο ἕξειν ὀνόματα. δῆλον δὲ καὶ
ἐπὶ τῶν ἀνίσων τὸ ἄτοπον· οὐ γὰρ δυνατὸν διαμένοντος
τοῦ ἑτέρου τῶν ὀνομάτων τὸ ἕτερον κινεῖσθαι, πρὸς ἄλ-
ληλα γὰρ λέλεκται· ὥσπερ γὰρ ὁ τέταρτος ἀπὸ τῆς μέ-
σης ὑπάτη πρὸς μέσην λέγεται, οὕτως ὁ ἐχόμενος τῆς μέσης
λιχανὸς πρὸς μέσην λέγεται. πρὸς μὲν <οὖν ταύτην> τὴν
διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθω.
Πυκνὸν δὲ λεγέσθω μέχρι τούτου ἕως ἂν ἐν τετρα-
χόρδῳ διὰ τεσσάρων συμφωνούντων τῶν ἄκρων τὰ δύο
διαστήματα συντεθέντα τοῦ ἑνὸς ἐλάττω τόπον κατέχῃ.
τετραχόρδου δέ εἰσι διαιρέσεις ἐξαίρετοί τε καὶ γνώριμοι αὗ-
ται αἵ εἰσιν εἰς γνώριμα διαιρούμεναι μεγέθη διαστημάτων.
μία μὲν οὖν τῶν διαιρέσεών ἐστιν ἐναρμόνιος ἐν ᾗ τὸ
μὲν πυκνὸν ἡμιτόνιόν ἐστι, τὸ δὲ λοιπὸν δίτονον. τρεῖς δὲ
χρωματικαί, ἥ τε τοῦ μαλακοῦ χρώματος καὶ ἡ τοῦ ἡμιο-
λίου καὶ ἡ τοῦ τονιαίου· μαλακοῦ μὲν οὖν χρώματός ἐστι
διαίρεσις ἐν ᾗ τὸ μὲν πυκνὸν ἐκ δύο χρωματικῶν διέσεων
ἐλαχίστων σύγκειται, τὸ δὲ λοιπὸν δύο μέτροις μετρεῖται,
ἡμιτονίῳ μὲν τρίς, χρωματικῇ δὲ διέσει ἅπαξ· ἔστι δὲ τῶν
χρωματικῶν πυκνῶν ἐλάχιστον καὶ λιχανὸς αὕτη βαρυτάτη
τοῦ γένους τούτου. ἡμιολίου δὲ χρώματος διαίρεσίς ἐστιν
ἐν ᾗ τό τε πυκνὸν ἡμιολιόν ἐστι τοῦ[τ'] ἐναρμονίου καὶ τῶν
διέσεων ἑκατέρα ἑκατέρας τῶν ἐναρμονίων· ὅτι δ' ἐστὶ
μεῖζον τὸ ἡμιόλιον πυκνὸν τοῦ μαλακοῦ, ῥᾴδιον συνιδεῖν,
τὸ μὲν γὰρ ἐναρμονίου διέσεως λείπει τόνος εἶναι τὸ δὲ
χρωματικῆς. τονιαίου δὲ χρώματος διαίρεσίς ἐστιν ἐν ᾗ τὸ
μὲν πυκνὸν ἐξ ἡμιτονίων δύο σύγκειται τὸ δὲ λοιπὸν
τριημιτόνιόν ἐστιν. μέχρι μὲν οὖν ταύτης τῆς διαιρέσεως
ἀμφότεροι κινοῦνται οἱ φθόγγοι, μετὰ ταῦτα δ' ἡ μὲν
παρυπάτη μένει, διελήλυθε γὰρ τὸν αὑτῆς τόπον, ἡ δὲ
λιχανὸς κινεῖται δίεσιν ἐναρμόνιον καὶ γίγνεται τὸ λιχανοῦ
καὶ ὑπάτης διάστημα ἴσον τῷ λιχανοῦ καὶ μέσης, ὥστε
μηκέτι γίγνεσθαι πυκνὸν ἐν ταύτῃ τῇ διαιρέσει. συμβαίνει
δ' ἅμα παύεσθαι τὸ πυκνὸν συνιστάμενον ἐν τῇ τῶν τε-
τραχόρδων διαιρέσει καὶ ἄρχεσθαι γιγνόμενον τὸ διάτονον
γένος. εἰσὶ δὲ δύο διατόνου διαιρέσεις, ἥ τε τοῦ μαλακοῦ
καὶ ἡ τοῦ συντόνου. μαλακοῦ μὲν οὖν ἐστι διατόνου διαίρε-
σις ἐν ᾗ τὸ μὲν ὑπάτης καὶ παρυπάτης ἡμιτονιαῖόν ἐστι,
τὸ δὲ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ τριῶν διέσεων ἐναρμονίων,
τὸ δὲ λιχανοῦ καὶ μέσης πέντε διέσεων· συντόνου δὲ ἐν ᾗ
τὸ μὲν ὑπάτης καὶ παρυπάτης ἡμιτονιαῖον, τῶν δὲ λοι-
πῶν τονιαῖον ἑκάτερόν ἐστιν. λιχανοὶ μὲν οὖν εἰσιν ὅσαι
περ αἱ τῶν τετραχόρδων διαιρέσεις, παρυπάται δὲ δυοῖν
ἐλάττους, τῇ γὰρ ἡμιτονιαίᾳ χρώμεθα πρός τε τὰς διατό-
νους καὶ πρὸς τὴν τοῦ τονιαίου χρώματος διαίρεσιν· τετ-
τάρων δ' οὐσῶν παρυπατῶν ἡ μὲν ἐναρμόνιος ἴδιός ἐστι
τῆς ἁρμονίας, αἱ δὲ τρεῖς κοιναὶ τοῦ τε διατόνου καὶ τοῦ
χρώματος. τῶν δ' ἐν τῷ τετραχόρδῳ διαστημάτων τὸ μὲν
ὑπάτης καὶ παρυπάτης τῷ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ ἢ ἴσον
μελῳδεῖται ἢ ἔλαττον, μεῖζον δ' οὐδέποτε. ὅτι μὲν οὖν ἴσον
<φανερὸν ἐκ τῆς ἐναρμονίου διαιρέσεως καὶ τῶν χρωματι-
κῶν, ὅτι δ' ἔλαττον ἐκ μὲν τῶν διατόνων> φανερόν, ἐκ δὲ
τῶν χρωματικῶν οὕτως ἄν τις κατανοήσειεν, εἰ παρυπά-
την μὲν λάβοι τὴν τοῦ μαλακοῦ χρώματος, λιχανὸν δὲ
τὴν <τοῦ> τονιαίου· καὶ γὰρ αἱ τοιαῦται διαιρέσεις τῶν
πυκνῶν ἐμμελεῖς φαίνονται. τὸ δ' ἐκμελὲς γένοιτ' ἂν ἐκ τῆς
ἐναντίας λήψεως, εἴ τις παρυπάτην μὲν λάβοι τὴν ἡμιτο-
νιαίαν, λιχανὸν δὲ τὴν τοῦ ἡμιολίου χρώματος, ἢ παρυ-
πάτην μὲν τὴν τοῦ ἡμιολίου, λιχανὸν δὲ τὴν τοῦ μαλακοῦ
χρώματος· ἀνάρμοστοι γὰρ φαίνονται αἱ τοιαῦται διαι-
ρέσεις. τὸ δὲ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ <τῷ λιχανοῦ> καὶ
μέσης καὶ ἴσον μελῳδεῖται καὶ ἄνισον ἀμφοτέρως· ἴσον μὲν
ἐν τῷ συντονωτέρῳ διατόνῳ, ἔλαττον δ' ἐν πᾶσι τοῖς λοι-
ποῖς, μεῖζον δ' ὅταν <τις> λιχανῷ μὲν τῇ συντονωτάτῃ τῶν
διατόνων, παρυπάτῃ δὲ τῶν βαρυτέρων τινὶ τῆς ἡμιτο-
νιαίας χρήσηται.

Aristoxenus Mus. : Elementa harmonica : Page 65, line 20
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 551

χειρουργία, εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα.
Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 550

υπάτη, (=υψίστη)· η πιο χαμηλή νότα ή χορδή· ονομαζόταν έτσι (υπάτη σήμαινε υψίστη), γιατί τοποθετούνταν στο πιο μακρινό άκρο των χορδών. Ο Αριστείδης λέει: "υπάτη δε υπάτων, ότι του πρώτου τετραχόρδου πρώτη τίθεται· το γαρ πρώτον ύπατον εκάλουν οι παλαιοί" (η υπάτη υπατών ήταν η πρώτη νότα του πρώτου τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. [του χαμηλότερου], γιατί οι αρχαίοι έλεγαν ύπατο το πρώτο).



Βλ. λ. ονομασία ονομασία, η χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων. Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· αργότερα τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Εκτός από την "κατά θέσιν" ονομασία, υπήρχε για κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομασία σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν")..


spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 549

μέση, η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο. και η αντίστοιχη χορδή της λύρας λύρα, έγχορδο, "κατεξοχήν" εθνικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα. Κατά τον μύθο, επινοήθηκε από τον Ερμή. Αρχικά είχε τρεις ή τέσσερις χορδές, για μια μακρά περίοδο όμως είχε επτά, ενώ πολλοί μουσικοί προσέθεσαν κι άλλες. Πιστεύεται πως το δεξί χέρι έπαιζε με πλήκτρο, ενώ το αριστερό με τα δάχτυλα. Το κούρδισμα της λύρας (και της κιθάρας) είναι ενα θέμα που δεν έχει οριστικά ξεκαθαριστεί. ή της κιθάρας κιθάρα, έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα. Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές.:



Στο οκτάχορδο σύστημα ήταν η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. ή η ψηλότερη νότα του πρώτου τετράχορδου παρμένου από κάτω προς τα πάνω:



Το τετράχορδο που αρχίζει (σε κατιούσα μορφή) με τη μέση: la - sol - fa - mi ή που καταλήγει στη μέση, όταν ανεβαίνει, mi - fa - sol - la, λεγόταν τετράχορδο μέσων. Η μέση κρατούσε το όνομά της και στα Τέλεια Συστήματα, στα οποία δεν ήταν πάντα η κεντρική νότα (στο Σύστημα Τέλειον Μείζον ήταν όμως η κεντρική νότα).
Στην αρμονία των σφαιρών αρμονία των σφαιρών, σύμφωνα με μιαν αντίληψη που αποδίδεται στη Σχολή των Πυθαγορείων, το σύνολο των (μη αντιληπτών από εμάς) μουσικών ήχων που παράγουν οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται, αποτελεί την "αρμονία των σφαιρών". Στην αντίληψη αυτή κάθε απόσταση ανάμεσα σε πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος αντιστοιχούσε κάποιο μουσικό διάστημα. μέση ήταν εκείνη που αντιστοιχούσε προς τον Ήλιο.


spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 548

νήτη, ή νεάτη· η ψηλότερη νότα ή χορδή· η χορδή που βρισκόταν πιο κοντά στον εκτελεστή, (α) Στην επτάχορδη κλίμακα ήταν η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και (β) στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· (γ) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο νήτες, η νήτη υπερβολαίων (la) και η νήτη διεζευγμένων (mi).



Σημείωση: νήτη (=κατώτατη) ονομαζόταν έτσι, γιατί παραγόταν από τη χορδή που ήταν τοποθετημένη πιο κοντά στον εκτελεστή. Ο Αριστείδης (Mb 11, R.P.W.-I. 8) γράφει: "νήτη, τουτέστιν εσχάτη· νέατον γαρ εκάλουν το έσχατον οι παλαιοί" (νήτη, δηλ. η εσχάτη, γιατί οι αρχαίοι ονόμαζαν νέατον το έσχατο).

Βλ. λ. ονομασία ονομασία, η χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων. Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· αργότερα τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Εκτός από την "κατά θέσιν" ονομασία, υπήρχε για κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομασία σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν"). και Ε.Μ. 598, 7.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 547

υπερβολαίων, τετράχορδον· το ψηλότερο τετράχορδο τετράχορδον, το σύνολο τεσσάρων συνεχών χορδών ή φθόγγων που σχηματίζουν μια καθαρή τετάρτη. Το τετράχορδο υπήρξε το πρώτο σύστημα της προϊστορικής Ελλάδας. Υπήρχαν τρία γένη του τετράχορδου: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο. στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο Σύστημα Τέλειον Αμετάβολον (βλ. λ. σύστημα σύστημα, ένωση δύο ή περισσότερων διαστημάτων, σύμφωνα με πολλούς αρχαίους θεωρητικούς. Το πρώτο καλά οργανωμένο σύστημα, που κατόπι χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα Τέλεια Συστήματα, ήταν το τετράχορδο.):
Οι νότες του τετράχορδου υπερβολαίων, από κάτω προς τα πάνω, ονομάζονταν: τρίτη τρίτη, η χορδή ή νότα που ήταν τρίτη από τη νήτη (προς τα κάτω). Στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η τρίτη συνημμένων (si ύφ.) και στο Σύστημα Τέλειον Μείζον η τρίτη υπερβολαίων (fa) και η τρίτη διεζευγμένων (do). υπερβολαίων (fa), παρανήτη παρανήτη, η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω. Στο επτάχορδο και στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον η νότα που αντιστοιχούσε με το do. Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο οκτάχορδο σύστημα η νότα sol (στο τετράχορδο υπερβολαίων) και η νότα re (στο τετράχορδο διεζευγμένων). υπερβολαίων (sol) και νήτη νήτη, 1. η χορδή που βρισκόταν πιo κοντά στον εκτελεστή (νήτη = κατώτατη).
2. η ψηλότερη νότα ή χορδή. Στην επτάχορδη κλίμακα η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· υπερβολαίων (la). Η νότα (mi), χαμηλότερη νότα του τετράχορδου υπερβολαίων και ψηλότερη (πρώτη) του τετράχορδου διεζευγμένων, ονομαζόταν νήτη διεζευγμένων.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 546
σημείον, στη μουσική, σημείο μουσικής γραφής· μουσικό σημείο. Βλ. λ. παρασημαντική παρασημαντική, μουσική γραφή, σημειογραφία. Οι Έλληνες είχαν δύο συστήματα γραφής, ένα για την οργανική και ένα άλλο για τη φωνητική μουσική. Χάρη στην Εισαγωγή Μουσική του Αλύπιου, η ελληνική σημειογραφία έχει διασωθεί..
Σημείο λεγόταν και ο μικρότερος χρόνος χρόνος, στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής.
Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. στην αρχαία μετρική μετρική, η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα.· η χρονική μονάδα· η βραχεία συλλαβή.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 545

ιαμβικόν, (α) το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου πυθικός νόμος, ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα: πείρα, κατακελευσμός, ιαμβικόμ σπονδείον, καταχόρευσις. Αποτέλεσε το πρότυπο για τον αντίστοιχο κιθαριστικό νόμο., κατά το οποίο γίνεται ο αγώνας (η πάλη) ανάμεσα στον Απόλλωνα και το δράκοντα. Στο μέρος αυτό ο αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια. έπρεπε να μιμηθεί τα σαλπίσματα και το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα (τον λεγόμενο "οδοντισμό"). Ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 84) γράφει γι' αυτό το μέρος: "εν δε τω ιαμβικώ μάχεται [ο Απόλλων], εμπερείληφε δε το ιαμβικόν και τα σαλπιστικά κρούσματα και τον οδοντισμόν".
(β) ιαμβικόν, ως επίθετο, σήμαινε εκείνο που αποτελούνταν από ίαμβους ίαμβος, 1. σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας.
2. μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι,
3. ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα (U -).
4. ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα, το τέταρτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου, που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα., π.χ. ιαμβικόν μέτρον.
ιαμβικόν γένος· το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 544

μέτρον, (α) Κατά τον Αριστείδη Αριστείδης, θεωρητικός και συγγραφέας μουσικής. Πιστεύεται ότι έζησε ανάμεσα στον 1ο και 3ο αι. μ.Χ. Έχει γράψει ένα σημαντικό σύγγραμμα για τη μουσική με τον τίτλο Περί μουσικής, διαιρεμένο σε τρία βιβλία. (Περί μουσ. Mb 49) μέτρον είναι ένα σύστημα ποδών πους, η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους. συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Διαφέρει από το ρυθμό ως μέρος (ή συστατικά μέρη) προς σύνολο. Παράγει τη λέξη από το ρήμα μείρω, που σημαίνει διαιρώ, και αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά: το δακτυλικό, το αναπαιστικό, το ιαμβικό, το τροχαϊκό, το χοριαμβικό, το αντισπαστικό, δύο ιωνικά και το παιονικό (βλ. λ. πους πους, η κύρια ρυθμική μονάδα, αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες συλλαβές ή χρόνους.).
Τα μέτρα που έχουν τον τελευταίο τους πόδα πλήρη ονομάζονται ακατάληκτα ή ολόκληρα· εκείνα των οποίων ο τελευταίος πόδας είναι ασυμπλήρωτος (δεν είναι πλήρης) ονομάζονται καταληκτικά. Στη δεύτερη περίπτωση η συλλαβή που λείπει αντικαθίσταται από ένα λείμμα λείμμα, το υπόλοιπο. Στη μουσική:
1. όρος, με τον οποίο οι Πυθαγόρειοι δήλωναν το μικρό ("έλαττον") ημιτόνιο.
2. η μικρότερη σιωπή (παύση) και σημειωνόταν με το γράμμα Λ. (Λ· βλ. λ. και παρασημαντική παρασημαντική, μουσική γραφή, σημειογραφία. Οι Έλληνες είχαν δύο συστήματα γραφής, ένα για την οργανική και ένα άλλο για τη φωνητική μουσική. Χάρη στην Εισαγωγή Μουσική του Αλύπιου, η ελληνική σημειογραφία έχει διασωθεί.).
(β) Τον όρο μέτρον συναντούμε και με τη σημασία του ποσού, μέτρου των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας. Ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. Στοιχ. ΙΙ, 50, 31 Mb): "το δε λοιπόν [του πυκνού] δύο μέτροις μετρείται" (το υπόλοιπο [το συμπλήρωμα του πυκνού] μετριέται με δύο ποσά [δύο μέτρα]).
(γ) Στην ορχηστική όρχησις, χορός.
ορχηστική· η τέχνη του χορού. κάθε βήμα λεγόταν μέτρο, μια κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής.

Βιβλιογραφία:
R. Westphal, Scriptores Metrici Graeci, τόμ. Ι, Λιψία 1966· Ηφαιστίωνος, Εγχειρίδιον περί μέτρων, σσ. 3-77· Λογγίνου του Φιλοσόφου, Προλεγόμενα εις το του Ηφαιστίωνος Εγχειρίδιον, σσ. 81-94 και Schol. σσ. 95-226.
Wilamowitz-Mollendorf, Griechische Verkunst, Βερολίνο 1921.
W. Ι. W. Koster, Traite de metrique grecque, 3η έκδ., Leyden 1962
Paul Maas, Greek Metre, μτφρ. Hugh Lloyd-Jones, Οξφόρδη 1962.
Amy M. Dale, The Lyric Metres of Greek Drama 2, Cambridge 1968.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 543

μετρική, η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα. Πρβ. τα λ. μέτρον μέτρον, 1. ένα σύστημα ποδών συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Ο Αριστείδης αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά.
2. το ποσό, το μέτρο των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας.
3. στην όρχηση, κάθε βήμα ή κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. και ρυθμοποιία ρυθμοποιία, η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη υποδιαιρείται "στη λήψη, με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις μίξις, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό.), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς"..
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 542

αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Ενώ η κιθαρωδία κιθαρωδία, τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Χρειαζόταν γι' αυτό μονάχα ένας εκτελεστής, ο τραγουδιστής και κιθαριστής μαζί, που, σχεδόν πάντα, ήταν και ο συνθέτης. χρειαζόταν μόνον έναν εκτελεστή (που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα), στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός αυλωδός, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού.) και ο αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.· ο πιο σημαντικός από τους δύο ήταν ο αυλωδός, που έπαιρνε και το βραβείο στους διαγωνισμούς. Συνήθως το μέρος του αυλού δινόταν σ' ένα Φρύγα αυλητή· ο Αλκμάν Αλκμάν, (7ος αι. π.Χ.)· λυρικός (μελικός) ποιητής και συνθέτης. Χοροδιδάσκαλος και ιδρυτής της σπαρτιατικής κλασικής σχολής (στιλ) του χορωδιακού τραγουδιού, συνέθετε ύμνους, παρθένια κτλ. για τις δημόσιες γιορτές. Πολλοί στίχοι του έχουν διασωθεί. χρησιμοποιούσε τρεις Φρύγες σκλάβους ως αυλητές, που ονομάζονταν Σάμβας, ’δων και Τήλος, και ο Ιππώναξ άλλους τρεις, που λέγονταν Κίων, Κώδαλος και Βάβυς. Βλ. Αθήν. ΙΔ', 624Β, 18.



Η αυλωδία δεν έγινε ποτέ τόσο δημοφιλής όσο η κιθαρωδία. Κατά τον Παυσανία (Γ, 7, 5-4) η αυλωδία εισάχθηκε μαζί με την αυλητική αυλητική, η τέχνη του αυλητή, του αυλού (της εκτέλεσης στον αυλό). Από τον 6ο π.Χ. αι. εξελίχτηκε σε σημαντική και ανεξάρτητη, καθαρά μουσική τέχνη, και εισάγεται στα Πύθια το 586 π.Χ. και έφτασε στην κορύφωσή της τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. με ένα μεγάλο αριθμό διάσημων εκτελεστών. από τους Αμφικτίονες κατά τον τρίτο χρόνο της 48ης 'Ολυμπιάδας (586 π.Χ.), αλλά αποσύρθηκε γρήγορα.

spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 541

αυλοτρύπης, εκείνος που έκανε τις τρύπες του αυλού αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί.. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 23: "οι αυλοτρύπαι". Βλ. Πολυδ. IV, 71, και λ. τρήμα τρήμα, τρύπα.
Τρήματα· οι τρύπες του αυλού..
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 540

αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Μόνο του ή σε συνδυασμό με τη φωνή ή με έγχορδα όργανα, ιδιαίτερα την κιθάρα κιθάρα, έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα. Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Ήταν το όργανο των επαγγελματιών. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές., έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική ζωή. Χρησιμοποιούνταν σε πολλές τελετές, κυρίως στις τελετές προς τιμήν του Διόνυσου, σε πομπές, στο δράμα, στους εθνικούς Αγώνες, στα συμπόσια· συνόδευε τους περισσότερους χορούς (θρησκευτικούς, κοινωνικούς, λαϊκούς), ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών (βλ. λ. τριηραύλης τριηραύλης, (τριήρης+αυλός)· αυλητής που με το παίξιμό του ρύθμιζε τις κινήσεις των κωπηλατών) και το βήμα των στρατιωτών (βλ. λ. εμβατήριον μέλος εμβατήριον, εμβατήριο· τραγούδι που συνόδευε και ρύθμιζε το βήμα των στρατιωτών. Φαίνεται πως η μελωδία παιζόταν στον αυλό, ενώ τα λόγια τα απάγγελλαν. Ονομαζόταν επίσης και ενόπλιον μέλος.).



Ιστορία. Η καταγωγή του αυλού δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. Σύμφωνα με πολλές αρχαίες πηγές, ήρθε από τη Μικρά Ασία και, ειδικά, από τη Φρυγία. Το όνομα του αυλού (ως μουσικού οργάνου) εμφανίζεται δύο φορές στην Ιλιάδα, την πρώτη ως όργανο των Τρώων (Κ 12-13): "θαύμαζεν [Αγαμέμνων] πυρά πολλά τα καίετο Ιλιόθι προ, αυλών, συριγγών τ' ένοπήν ιμαδόν τ' ανθρώπων" ("τις πλήθιες τις φωνές θαυμάζουνταν [ο Αγαμέμνων], που ομπρός στο κάστρο ανάβαν, και της φλογέρας [του αυλού] τα λαλήματα, και των αντρών το μούγκρος"· μτφρ. Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή). Τη δεύτερη φορά, μαζί με φόρμιγγες φόρμιγξ, μια παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Ηταν, πιθανώς, το πιο αρχαίο έγχορδο όργανο στα χέρια των αοιδών. Θεωρούνταν ιερό όργανο, όπως φανερώνουν πολλά επίθετα που της αποδόθηκαν από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Εμφανίζεται σε παραστάσεις αγγείων, συνήθως, με τέσσερις χορδές (είχε τρεις έως πέντε), μολονότι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για επτάχορδες φόρμιγγες. (Σ 494-495), στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα: "κούροι δ' ορχηστήρες εν δ' άρα τοίσιν αυλοί, φόρμιγγες τε βοήν έχον" (κι οι νέοι στριφογύριζαν στο χορό κι ανάμεσά τους αυλοί και φόρμιγγες ηχούσαν).
Μια από τις πιο παλιές πηγές για την προέλευση του αυλού είναι ίσως το Πάριο Χρονικό Πάριον, Πάριον Χρονικόν ή Μάρμαρον. μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα, του μυθικού πρώτου βασιλιά των Αθηνών, μέχρι του Διόδμητου. Περιέχει, ανάμεσα σε άλλα, σε χρονολογική σειρά, σημαντικά γεγονότα σχετικά με την ιστορία και εξέλιξη της λογοτεχνίας, της μουσικής και του δράματος, την καθιέρωση των εθνικών αγώνων, των ποιητικών και μουσικών διαγωνισμών με τα ονόματα των νικητών και των πιο αξιόλογων ανδρών των γραμμάτων και της μουσικής. (ή Μάρμαρο), που λέει (στ. 10, εκδ. F. Jacoby) ότι "ο Φρύγας Ύαγνις Ύαγνις, μυθικός μουσικός από τις Κελαινές της Φρυγίας. Του αποδιδόταν η εφεύρεση του αυλού (μονού και διπλού) και της αυλητικής τέχνης. πρώτος εφεύρε τον αυλό στις Κελαινές [της Φρυγίας] και έπαιξε σ' αυτόν τη φρυγική αρμονία φρύγιος, 1. αρμονία· το οκτάχορδο re - do - si - la - sol - fa - mi - re (στο διατονικό γένος). Όπως αναφέρει ο Αθήναιος η φρυγική και η λυδική αρμονία έγιναν γνωστές στους Έλληνες από τους "βαρβάρους" (ξένους) Φρύγες και Λυδούς, που συνόδευσαν τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο. Έγινε, κατεξοχήν, η αρμονία των διθυράμβων. Θεωρούνταν κατάλληλη για μουσική προς τιμήν του Διόνυσου, επειδή ενέπνεε ενθουσιασμό.
2. τόνος· ο έκτος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και όγδοος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων.". Σύμφωνα με το συγγραφέα Αλέξανδρο, στο βιβλίο του Συναγωγή (Συλλογή) των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5), ο Ύαγνις ήταν ο πρώτος που έπαιξε τον αυλό [που αύλησε] ("Ύαγνιν δε πρώτον αυλήσαι") και έπειτα από αυτόν ο γιος του Μαρσύας Μαρσύας, μυθικός βοσκός και μουσικός, γιος του Ύαγνι. Σύμφωνα με κάποιον μύθο, ήταν ο εφευρέτης του αυλού. Ανταγωνίστηκε και έχασε σε μουσικό αγώνα με τον Απόλλωνα, ο οποίος τον έγδαρε. και κατόπι ο Όλυμπος Όλυμπος, όνομα πολλών μουσικών και ποιητών της αρχαίας Ελλάδας.
1. Μυθικός, περισσότερο, μουσικός από τη Φρυγία, μαθητής του Μαρσύα, που ανήκει στην τριάδα (Ύαγνις, Μαρσύας και Όλυμπος) της φρυγικής μουσικής. Κατά τον Αριστόξενο, πολλοί μουσικοί πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ο εφευρέτης του εναρμόνιου γένους και δημιουργός του αρμάτειου νόμου, του νόμου της Αθηνάς, του πολυκέφαλου νόμου και των θρηνητικών νόμων.
2. ο νεώτερος, από τη Μυσία της Μ. Ασίας (επονομαζόμενος Μυσός)· τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ. (1133F, 7).
Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, τον αυλό τον εφεύρε η θεά Αθηνά, αλλά βλέποντας στην αντανάκλαση των νερών ότι το πρόσωπό της παραμορφωνόταν, τον πέταξε μακριά· ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας. Αυτή η παράδοση, που τείνει να καθιερώσει την ελληνική καταγωγή του αυλού, δημιουργήθηκε πιθανότατα αργότερα από το μύθο του αγώνα Απόλλωνα-Μαρσύα (βλ. Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7· Πίνδ. 12ος Πυθιόνικος και Α.Β. Drachmann, Schol. Pind. Carm., Λιψία 1910, σ. 265).
Το πιο πιθανό, οπωσδήποτε, είναι ότι ο αυλός υπό κάποια μορφή ήταν γνωστός στην Ελλάδα από την πιο μακρινή εποχή, αλλά η αυλητική τέχνη εξελίχτηκε με την επίδραση και την ώθηση των αυλητών από τη Φρυγία.

Κατασκευή. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας (ο βόμβυξ βόμβυξ, 1. ο σωλήνας, το κύριο σώμα του αυλού.
2. στον πληθ. βόμβυκες ονομάζονταν τα "κλειδιά", ή "δαχτυλίδια", που αντιστοιχούσαν στις τρύπες του αυλού και χρησίμευαν στο να τις ανοιγοκλείνουν
3. ο ίδιος ο αυλός
4. η βαθύτερη (χαμηλότερη) νότα που παράγει ο αυλός με όλες τις τρύπες κλειστές, δηλ. με ολόκληρο το μήκος της αέρινης στήλης.), σε σχήμα κυλινδρικό, που κατέληγε καμιά φορά στην άκρη σε έναν ανοιχτό, ελαφρά διευρυμένο μικρό "κώδωνα" (καμπάνα). Ο σωλήνας κατασκευαζόταν από καλάμι ή από πυξάρι ή ξύλο λωτού, από κόκαλο ελαφιού, κέρατο, ελεφαντόδοντο ή κατεργασμένο χαλκό, και είχε τρύπες που λέγονταν τρήματα τρήμα, τρύπα.
Τρήματα· οι τρύπες του αυλού. ή τρυπήματα· ο Πολυδεύκης Πολυδεύκης, Ιούλιος· γραμματικός και λεξικογράφος του 2ου αι. μ.Χ., γενικά γνωστός ως Pollux. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το Ονομαστικόν, ένα λεξικό που αποτελείται από δέκα βιβλία, στο οποίο περιέχονται γνώσεις για κάθε άποψη της ζωής, και στο οποίο οι λέξεις δεν είναι ταξινομημένες αλφαβητικά, αλλά κατά θέματα. Το τέταρτο βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη μουσική, γεγονός που καθιστά το λεξικό αυτό σπουδαία πηγή για την αρχαία ελληνική μουσική, καθώς και για την όρχηση και το θέατρο· (IV, 71) λέει: "Η δε ύλη των αυλών κάλαμος, ή χαλκός, ή πύξος ή λωτός ή κέρας ή οστούν ελάφου ή δάφνης της χαμαιζήλου, την εντεριώνην αφηρημένος". Οι πρώτοι αυλοί είχαν τέσσερις ή και τρεις τρύπες ακόμα. Αργότ&
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 539

αυλητική, η τέχνη του αυλητή αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια., του αυλού αυλός, το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Παίζονταν συνήθως σε ζευγάρια (δίαυλος). Αποτελούνταν από τον βόμβυκα (κύριο σώμα) με τα τρήματα (τρύπες), το υφόλμιο και τον όλμο, πάνω στον οποίο προσαρμοζόταν η γλωττίς. Η καταγωγή του δεν έχει τελείως αποσαφηνιστεί. (της εκτέλεσης στον αυλό). Στην αρχή οι αυλητές συνόδευαν το τραγούδι (αυλωδία αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός) και ο αυλητής.), που εκτελούσε ο αυλωδός αυλωδός, μουσικός που τραγουδούσε με συνοδεία αυλού.. Το λειτούργημα του αυλητή στη μακρινή εκείνη εποχή ήταν δευτερεύουσας σημασίας· στους διαγωνισμούς ήταν ο αυλωδός που στεφανωνόταν, και όχι ο αυλητής (Αθήν. ΙΔ', 621Β. 14: "και το στεφάνι της νίκης δίδεται στον ιλαρωδό και στον αυλωδό, ούτε στον "ψάλτη ψαλτήρ, κιθαριστής που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο)." [εκτελεστή εγχόρδου οργάνου], ούτε στον αυλητή"). Οι πρώτοι συνοδοί αυλητές ήρθαν από τη Φρυγία και Μυσία (Αθήν. 624Β, 18) και είχαν ονόματα σκλάβων· ένας αριθμός τους δίνεται στον Αθήναιο (βλ. τα ονόματα στο λ. αυλωδία αυλωδία, τραγούδι με συνοδεία αυλού· το να τραγουδά κανείς με συνοδεία αυλού. Στην αυλωδία ήταν απαραίτητοι δύο εκτελεστές, ο τραγουδιστής (ο αυλωδός) και ο αυλητής.).
Οι Φρύγες αυλητές συνέβαλαν πάρα πολύ στην ανάπτυξη της αυλητικής τέχνης, η οποία από τον 6ο π.Χ. αι. εξελίχτηκε σε σημαντική και ανεξάρτητη, καθαρά μουσική τέχνη. Τον τρίτο χρόνο της 48ης Ολυμπιάδας (586 π.Χ.) η αυλητική εισάγεται για πρώτη φορά στους διαγωνισμούς στα Πύθια, στους Δελφούς. Ο Σακάδας Σακάδας, (7ος/6ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης από το ’ργος, που τοποθετείται ανάμεσα στην αρχαϊκή και στην κλασική περίοδο της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν αυλωδός και συνέθεσε ελεγείες, αλλά κατόπι στράφηκε προς την αυλητική τέχνη. Ο Σακάδας απέκτησε μεγάλη δόξα, γιατί καθιέρωσε στα Πύθια τον λεγόμενο πυθικό νόμο, που το πρώτο είδος προγραμματικής μουσικής, που περιγράφει την πάλη του θεού Απόλλωνα με τον δράκοντα Πύθωνα. Ήταν επίσης εφευρέτης του τριμελούς (ή τριμερούς) νόμου., ο πιο φημισμένος αυλητής και συνθέτης της εποχής του, ήταν ο πρώτος νικητής με τον περίφημο πυθικό του νόμο πυθικός νόμος, ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής - συνθέτης της εποχής του. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη, ήταν τα ακόλουθα: πείρα, κατακελευσμός, ιαμβικόμ σπονδείον, καταχόρευσις. Αποτέλεσε το πρότυπο για τον αντίστοιχο κιθαριστικό νόμο.· ο Σακάδας νίκησε επίσης στα δύο επόμενα Πύθια.
Η Σχολή του ’ργους, μετά τον Σακάδα, και αργότερα η Σχολή της Θήβας, συνέβαλαν ιδιαίτερα στην εξάπλωση και στην άνθηση της αυλητικής τέχνης, που έφτασε στην κορύφωσή της τον 5ο και τον 4ο αι. π.Χ. με ένα μεγάλο αριθμό διάσημων εκτελεστών.
Σημείωση: Ο Πίνδαρος Πίνδαρος, (περ. 522-446 π.Χ.)· γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, και πέθανε στο ’ργος. Ο πιο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας· σπούδασε μουσική αρχικά με τον πατέρα του Δαΐφαντο και τον θείο του Σκοπελίνο, και αργότερα με τον Λάσο τον Ερμιονέα. Συνέθεσε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, εγκώμια, θρήνους και πάνω απ' όλα επίνικους. Ως μουσικός παρέμεινε συντηρητικός, πιστός στην παράδοση, μένοντας αδιάφορος στις καινοτομίες της εποχής του. Το απλό και συγκρατημένο κλασικό ύφος (στιλ) του είχε γενική απήχηση στους Έλληνες. στον 12ο Πυθιόνικο (στ. 11-13) αναφέρεται στη συμβολή της Αθηνάς στην επινόηση της αυλητικής τέχνης: "τάν ποτε Παλλάς εφεύρε θρασειάν [Γοργόνων] ούλιον θρήνον διαπλέξαισ' Αθάνα" (η τέχνη που εφεύρε η Παλλάδα Αθηνά, όταν έπλεκε σε μουσική τον ολέθριο θρήνο των Γοργόνων).

Βλ. επίσης, Α. Β. Drachmann, Schol. Find. Carm., Λιψία 1910, τόμ. ΙΙ, σ. 265.

spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 538

αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας· ονομαζόταν επίσης αυλητήρ αυλητήρ, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.
spiroslyra Creative Commons License 2008.07.22 0 0 537
αυλητήρ, εκτελεστής αυλού, συνώνυμο του αυλητής αυλητής, εκτελεστής αυλού, συνήθως επαγγελματίας. Θηλ. αυλητρίς και αυλήτρια· συχνά επαγγελματίας εκτελέστρια αυλού, που προσλαμβανόταν να παίζει σε συμπόσια.. Νόνν. Διον. (40, 224): "και Φρύγες αυλητήρες ανέπλεκον άρσενα μολπήν" (και Φρύγες αυλητές ύφαιναν μιαν αρρενωπή μελωδία). Και ο Θέογνις (Ε. Diehl, Τ., 1925, σ. 144, στ. 533) μεταχειρίζεται τον όρο αυλητήρ: "χαίρων δ' εύ πίνων και υπ' αυλητήρος αείδων" (χαίρω [απολαμβάνω] καλοπίνοντας και τραγουδώντας με συνοδεία ενός αυλητή). Και ο Αρχίλοχος (FHG ΙΙ, 718, απόσπ. 123 [106]): "...αδων υπ' αυλητήρος" (τραγουδώντας συνοδευόμενος από αυλητή).

συν. αυλητής

Ha kedveled azért, ha nem azért nyomj egy lájkot a Fórumért!